Anonymous

πρεσβεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρεσβεύω:''' ([[πρέσβυς]]), μέλ. <i>-σω</i>, παρακ. <i>πεπρέσβευκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπρεσβευσάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>πεπρέσβευμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] λέγεται για [[ηλικία]], <b>1. α)</b> αμτβ., είμαι μεγαλύτερος ή ο μεγαλύτερος, ο [[πρεσβύτερος]], σε Σοφ.· [[τῶν]] προτέρων ἐπρέσβευε, ήταν ο πιο [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] από τα μεγαλύτερα [[παιδιά]] του, σε Ηρόδ.· [[πρεσβεύω]] ἀπ' [[αὐτοῦ]], είμαι ο μεγαλύτερος [[γιος]] του, σε Θουκ. <b>β)</b> [[λαμβάνω]] την πρώτη [[θέση]], είμαι ο [[καλύτερος]], ο [[άριστος]], σε Σοφ.· με γεν., έχω τα [[πρωτεία]], έχω [[προτεραιότητα]] σε [[σχέση]] με τους άλλους, [[πρεσβεύω]] τῶνπολλῶν, σε Πλάτ.· [[κυβερνώ]], Ὀλύμπου [[πρεσβεύω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., είμαι ο [[πρεσβύτερος]] ή ο [[πρώτος]], [[απονέμω]] τα [[πρωτεία]], [[απονέμω]] [[τιμή]] ή [[λατρεία]] σε, σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., τίθεμαι στην πρώτη [[θέση]], [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], Λατ. antiquior [[sum]], σε Αισχύλ.· με γεν., <i>πρεσβεύεται κακῶν</i>, είναι αξιοσημείωτος, [[κυρίως]] για τα σφάλματά του, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> είμαι [[πρεσβευτής]] ή στέλνομαι ως [[πρεσβευτής]], [[υπηρετώ]] ή [[διαπραγματεύομαι]] ως [[ένας]] από το [[σώμα]] αυτών, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· βλ. [[πρεσβεία]],<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πρεσβεύω]] τὴν εἰρήνην, [[διαπραγματεύομαι]] την [[ειρήνη]], σε Δημ.· ομοίως, [[πρεσβεύω]] [[ὑπὲρ]] [[τουτωνί]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[αποστέλλω]] πρέσβεις, σε Θουκ.· επίσης [[πηγαίνω]] ως [[πρεσβευτής]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., <i>τὰ ἑαυτῷ πεπρεσβευμένα</i>, οι διαπραγματεύσεις του, σε Δημ.
|lsmtext='''πρεσβεύω:''' ([[πρέσβυς]]), μέλ. <i>-σω</i>, παρακ. <i>πεπρέσβευκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπρεσβευσάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>πεπρέσβευμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] λέγεται για [[ηλικία]], <b>1. α)</b> αμτβ., είμαι μεγαλύτερος ή ο μεγαλύτερος, ο [[πρεσβύτερος]], σε Σοφ.· τῶν προτέρων ἐπρέσβευε, ήταν ο πιο [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] από τα μεγαλύτερα [[παιδιά]] του, σε Ηρόδ.· [[πρεσβεύω]] ἀπ' [[αὐτοῦ]], είμαι ο μεγαλύτερος [[γιος]] του, σε Θουκ. <b>β)</b> [[λαμβάνω]] την πρώτη [[θέση]], είμαι ο [[καλύτερος]], ο [[άριστος]], σε Σοφ.· με γεν., έχω τα [[πρωτεία]], έχω [[προτεραιότητα]] σε [[σχέση]] με τους άλλους, [[πρεσβεύω]] τῶνπολλῶν, σε Πλάτ.· [[κυβερνώ]], Ὀλύμπου [[πρεσβεύω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., είμαι ο [[πρεσβύτερος]] ή ο [[πρώτος]], [[απονέμω]] τα [[πρωτεία]], [[απονέμω]] [[τιμή]] ή [[λατρεία]] σε, σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., τίθεμαι στην πρώτη [[θέση]], [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], Λατ. antiquior [[sum]], σε Αισχύλ.· με γεν., <i>πρεσβεύεται κακῶν</i>, είναι αξιοσημείωτος, [[κυρίως]] για τα σφάλματά του, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> είμαι [[πρεσβευτής]] ή στέλνομαι ως [[πρεσβευτής]], [[υπηρετώ]] ή [[διαπραγματεύομαι]] ως [[ένας]] από το [[σώμα]] αυτών, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· βλ. [[πρεσβεία]],<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πρεσβεύω]] τὴν εἰρήνην, [[διαπραγματεύομαι]] την [[ειρήνη]], σε Δημ.· ομοίως, [[πρεσβεύω]] [[ὑπὲρ]] [[τουτωνί]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[αποστέλλω]] πρέσβεις, σε Θουκ.· επίσης [[πηγαίνω]] ως [[πρεσβευτής]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., <i>τὰ ἑαυτῷ πεπρεσβευμένα</i>, οι διαπραγματεύσεις του, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj