Anonymous

προΐστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf.</i> προΐστην, <i>f.</i> προστήσω, <i>ao.</i> προέστησα, <i>p. contr.</i> [[προὔστησα]] ; <i>pf.</i> προέστηκα, <i>p. contr.</i> [[προὔστηκα]]) mettre en avant, placer en tête : τινα μάχεσθαι IL mettre qqn en avant pour combattre;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suiv. : ao.2</i> προέστην, <i>p. contr.</i> [[προὔστην]], <i>pf.</i> προέστηκα, <i>pqp.</i> προειστήκειν);<br /><b>1</b> se placer en face de : τινί <i>ou</i> τινα, se placer devant qqn ; <i>avec idée d'hostilité</i> se dresser en face de, τινι ; <i>fig.</i> se présenter (à l'esprit);<br /><b>2</b> se placer devant pour protéger, protéger, défendre : τινός qqn ; <i>ou avec le gén. de l'objet contre lequel on protège</i> : ἀναγκαίας τύχης SOPH protéger contre les rigueurs de la fortune;<br /><b>3</b> [[se placer à la tête de]] ; <i>à l'ao. et au pf.</i> être à la tête de : [[τοῦ]] δήμου THC du peuple ; οἱ [[τοῦ]] δήμου προεστηκότες THC les premiers de la cité ; οἱ [[ἐν]] ταῖς πόλεσι προστάντες THC les premiers citoyens dans les villes ; <i>en mauv. part</i> être le meneur, le chef d'un parti de conjurés ; présider à : τῆς εἰρήνης ESCHN à la paix ; φόνου SOPH à un meurtre ; <i>fig.</i> gouverner (sa vie, <i>etc.</i>) gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προΐσταμαι]] (<i>impf.</i> προϊστάμην, <i>f.</i> προστήσομαι, <i>ao.</i> προεστησάμην);<br /><b>I.</b> [[placer devant soi]], acc. ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[mettre à sa tête]], acc.;<br /><b>2</b> mettre devant soi pour se protéger : τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα LUC alléguer les décrets des Amphictyons;<br /><b>3</b> se proposer : τινα [[παράδειγμα]] LUC qqn comme modèle;<br /><b>II.</b> mettre en avant, mettre en relief, en évidence : [[τοῦ]] ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἐχθρὰν προΐσταται DÉM il met ainsi en évidence comme motif réel de cette lutte sa haine contre moi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἵστημι]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf.</i> προΐστην, <i>f.</i> προστήσω, <i>ao.</i> προέστησα, <i>p. contr.</i> [[προὔστησα]] ; <i>pf.</i> προέστηκα, <i>p. contr.</i> [[προὔστηκα]]) mettre en avant, placer en tête : τινα μάχεσθαι IL mettre qqn en avant pour combattre;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suiv. : ao.2</i> προέστην, <i>p. contr.</i> [[προὔστην]], <i>pf.</i> προέστηκα, <i>pqp.</i> προειστήκειν);<br /><b>1</b> se placer en face de : τινί <i>ou</i> τινα, se placer devant qqn ; <i>avec idée d'hostilité</i> se dresser en face de, τινι ; <i>fig.</i> se présenter (à l'esprit);<br /><b>2</b> se placer devant pour protéger, protéger, défendre : τινός qqn ; <i>ou avec le gén. de l'objet contre lequel on protège</i> : ἀναγκαίας τύχης SOPH protéger contre les rigueurs de la fortune;<br /><b>3</b> [[se placer à la tête de]] ; <i>à l'ao. et au pf.</i> être à la tête de : [[τοῦ]] δήμου THC du peuple ; οἱ [[τοῦ]] δήμου προεστηκότες THC les premiers de la cité ; οἱ [[ἐν]] ταῖς πόλεσι προστάντες THC les premiers citoyens dans les villes ; <i>en mauv. part</i> être le meneur, le chef d'un parti de conjurés ; présider à : τῆς εἰρήνης ESCHN à la paix ; φόνου SOPH à un meurtre ; <i>fig.</i> gouverner (sa vie, <i>etc.</i>) gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προΐσταμαι]] (<i>impf.</i> προϊστάμην, <i>f.</i> προστήσομαι, <i>ao.</i> προεστησάμην);<br /><b>I.</b> [[placer devant soi]], acc. ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[mettre à sa tête]], acc.;<br /><b>2</b> mettre devant soi pour se protéger : τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα LUC alléguer les décrets des Amphictyons;<br /><b>3</b> se proposer : τινα [[παράδειγμα]] LUC qqn comme modèle;<br /><b>II.</b> mettre en avant, mettre en relief, en évidence : [[τοῦ]] ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἐχθρὰν προΐσταται DÉM il met ainsi en évidence comme motif réel de cette lutte sa haine contre moi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, αόρ. αʹ [[προὔστησα]], μτχ. <i>προστήσας</i>, απαρ. <i>προστῆσαι</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, [[καθώς]] επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] από [[πριν]] ή [[εμπρός]], <i>προστήσας</i> (<i>σε</i>) <i>Τρωσὶ μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κυρίως]] στον αόρ. αʹ, [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] μου, [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]], [[θέτω]] κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[εμπρός]] μου, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., [[χρησιμοποιώ]] ένα [[πράγμα]] ως [[πρόφαση]] για [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτιμώ]], [[εκτιμώ]] κάποιον ανώτερο από κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ [[προὔστην]], παρακ. <i>προέστηκα</i>, Ιων. βʹ πληθ. [[προέστατε]], απαρ. <i>προεστάναι</i>, μτχ. [[προεστώς]], Παθ. αόρ. αʹ <i>προεστάθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] τον εαυτό μου [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πλησιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[απέναντι]], ή [[αντιμετωπίζω]] τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι τοποθετημένος [[επάνω]], είμαι η κύρια [[δύναμη]], <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, [[τῶν]] Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην [[κορυφή]] της συντροφιάς, [[ενεργώ]] ως [[αρχηγός]] ή [[οδηγός]], <i>τῶνπαράλων</i>, [[τῶν]] ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· <i>τοῦ δήμου</i>, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., <i>οἱ προεστῶτες</i>, Ιων. <i>-εῶτες</i>, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει ποικίλες σχέσεις, [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]], οὐκ [[ὀρθῶς]] [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δεν κυβερνάς [[καλά]] τον εαυτό [[σου]], σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] έτσι ώστε να [[οδηγώ]] αυτόν, σε Ηρόδ.· <i>πρόστητε τύχης</i>, ο [[υπερασπιστής]] μας ενάντια στη [[μοίρα]], σε Σοφ.· <i>ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης</i>, [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, <i>προὐστήτην φόνου</i>, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., <i>βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, αόρ. αʹ [[προὔστησα]], μτχ. <i>προστήσας</i>, απαρ. <i>προστῆσαι</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, [[καθώς]] επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] από [[πριν]] ή [[εμπρός]], <i>προστήσας</i> (<i>σε</i>) <i>Τρωσὶ μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κυρίως]] στον αόρ. αʹ, [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] μου, [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]], [[θέτω]] κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[εμπρός]] μου, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., [[χρησιμοποιώ]] ένα [[πράγμα]] ως [[πρόφαση]] για [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτιμώ]], [[εκτιμώ]] κάποιον ανώτερο από κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ [[προὔστην]], παρακ. <i>προέστηκα</i>, Ιων. βʹ πληθ. [[προέστατε]], απαρ. <i>προεστάναι</i>, μτχ. [[προεστώς]], Παθ. αόρ. αʹ <i>προεστάθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] τον εαυτό μου [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πλησιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[απέναντι]], ή [[αντιμετωπίζω]] τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι τοποθετημένος [[επάνω]], είμαι η κύρια [[δύναμη]], <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, τῶν Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην [[κορυφή]] της συντροφιάς, [[ενεργώ]] ως [[αρχηγός]] ή [[οδηγός]], <i>τῶνπαράλων</i>, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· <i>τοῦ δήμου</i>, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., <i>οἱ προεστῶτες</i>, Ιων. <i>-εῶτες</i>, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει ποικίλες σχέσεις, [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]], οὐκ [[ὀρθῶς]] [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δεν κυβερνάς [[καλά]] τον εαυτό [[σου]], σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] έτσι ώστε να [[οδηγώ]] αυτόν, σε Ηρόδ.· <i>πρόστητε τύχης</i>, ο [[υπερασπιστής]] μας ενάντια στη [[μοίρα]], σε Σοφ.· <i>ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης</i>, [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, <i>προὐστήτην φόνου</i>, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., <i>βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':prosthmi 普羅-衣士帖米<br />'''詞類次數''':動詞(8)<br />'''原文字根''':前-站起 相當於: ([[קָרָא]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':站在前面,管理,治理,作,提供,轄制,注意,從事;由([[πρό]])*=前)與([[ἵστημι]])*=站)組成<br />'''出現次數''':總共(8);羅(1);帖前(1);提前(4);多(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 管理(3) 提前3:4; 提前3:5; 提前3:12;<br />2) 提供(1) 多3:14;<br />3) 作(1) 多3:8;<br />4) 管理的(1) 提前5:17;<br />5) 治理的(1) 羅12:8;<br />6) 治理(1) 帖前5:12
|sngr='''原文音譯''':prosthmi 普羅-衣士帖米<br />'''詞類次數''':動詞(8)<br />'''原文字根''':前-站起 相當於: ([[קָרָא]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':站在前面,管理,治理,作,提供,轄制,注意,從事;由([[πρό]])*=前)與([[ἵστημι]])*=站)組成<br />'''出現次數''':總共(8);羅(1);帖前(1);提前(4);多(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 管理(3) 提前3:4; 提前3:5; 提前3:12;<br />2) 提供(1) 多3:14;<br />3) 作(1) 多3:8;<br />4) 管理的(1) 提前5:17;<br />5) 治理的(1) 羅12:8;<br />6) 治理(1) 帖前5:12
}}
}}