3,274,216
edits
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ") |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 42: | Line 42: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίκαιος:''' [ῐ], -α, -ον και -ος, -ον ([[δίκη]]),·<br /><b class="num">Α.</b> στον Όμηρ. και σε αρχ. συγγραφείς:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που εφαρμόζει τα έθιμα και τους νόμους της κοινωνίας, [[πολιτισμένος]], οργανωμένος με [[τάξη]], [[νόμιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, δικαίη [[ζόη]], αναγνωρισμένος, [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[δικαίως]] μνᾶσθαι, ζητώ να παντρευτώ όπως πρέπει, όπως είναι σωστό και [[πρέπον]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τηρητής]] του δικαίου, [[ακριβής]], [[έντιμος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για πράξεις, που βρίσκονται σε [[συμφωνία]] με το [[δίκαιο]], είναι εναρμονισμένες με το [[δίκαιο]], στον ίδ. <b>Β.</b> Μεταγεν. [[χρήση]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ισόρροπος]], [[ομαλός]], [[σύμμετρος]], ισοσταθμισμένος, καλοζυγιασμένος, [[ἅρμα]] δίκαιον, σε Ξεν.· [[κανονικός]], [[ακριβής]], [[ορθός]], [[αμερόληπτος]], <i>ὀργυιαὶ δίκαιαι</i>, σε Ηρόδ.· τῷ δικαιοτάτῳ | |lsmtext='''δίκαιος:''' [ῐ], -α, -ον και -ος, -ον ([[δίκη]]),·<br /><b class="num">Α.</b> στον Όμηρ. και σε αρχ. συγγραφείς:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που εφαρμόζει τα έθιμα και τους νόμους της κοινωνίας, [[πολιτισμένος]], οργανωμένος με [[τάξη]], [[νόμιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, δικαίη [[ζόη]], αναγνωρισμένος, [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Ηρόδ.· επίρρ., [[δικαίως]] μνᾶσθαι, ζητώ να παντρευτώ όπως πρέπει, όπως είναι σωστό και [[πρέπον]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τηρητής]] του δικαίου, [[ακριβής]], [[έντιμος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για πράξεις, που βρίσκονται σε [[συμφωνία]] με το [[δίκαιο]], είναι εναρμονισμένες με το [[δίκαιο]], στον ίδ. <b>Β.</b> Μεταγεν. [[χρήση]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ισόρροπος]], [[ομαλός]], [[σύμμετρος]], ισοσταθμισμένος, καλοζυγιασμένος, [[ἅρμα]] δίκαιον, σε Ξεν.· [[κανονικός]], [[ακριβής]], [[ορθός]], [[αμερόληπτος]], <i>ὀργυιαὶ δίκαιαι</i>, σε Ηρόδ.· τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων, [[μιλώ]] με [[ακρίβεια]], στον ίδ.· πάντα [[δικαίως]] τετήρηται, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκαιος]], [[νόμιμος]], [[ορθός]], <i>τὸ δίκαιον</i>, το [[δίκαιο]], το οφειλόμενο αντίθ. προς <i>τὸ ἄδικον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δίκαιη, νόμιμη [[αξίωση]], σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ως</i>, [[ορθώς]], [[δικαίως]], [[νομίμως]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και για πράγματα, όπως το Λατ. [[justus]], [[πρέπων]], [[ορθός]], αρμόζων, σε Αισχύλ.· <i>ἵππονδ. ποιεῖσθαί τινι</i>, κάνω ένα [[άλογο]] κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει [[κάποιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[αληθινός]], σε Δημ.· [[συγγραφεύς]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-ως</i>, πραγματικά και αληθινά, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλός]], [[πρέπων]], όπως το [[μέτριος]], σε Θουκ.· — [[δικαίως]], με [[λογική]], εύλογα, σε Σοφ., Θουκ. <b>Γ.</b> Στον πεζό λόγο: <i>δίκαιός εἰμι</i>, με απαρ., δίκαιοί ἐστε [[ἰέναι]], είστε υποχρεωμένοι να έρθετε, σε Ηρόδ.· <i>δ. εἰμι κολάζειν</i>, έχω το [[δικαίωμα]] να [[τιμωρώ]], σε Αριστοφ.· δίκαιοί εἰσιἀπιστότατοι [[εἶναι]], έχουν δίκιο να δυσπιστούν, σε Θουκ.· <i>δ. ἐστιν ἀπολωλέναι</i>, [[dignus]] est [[qui]] pereat, σε Δημ.· πρέπει να συμπληρώσουμε <i>δίκαιόν ἐστι</i>, με απαρ., το οποίο επίσης συναντάται. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |