Anonymous

πέρα: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέρα:''' ἡ, βλ. [[πέραν]], ενικ. τέλ.<br /><b class="num">• πέρᾱ:</b> επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> πέρα, κατά [[μήκος]] ή πιο πέρα, [[περαιτέρω]], Λατ. [[ultra]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., Ἀτλαντικῶν πέρα [[ὅρων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο, [[επιπλέον]], μακρύτερα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., πέρα μεσούσης ἡμέρας, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> πέρα από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα, πέρα λέγειν, <i>φράζειν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[πλέον]], [[πέραν]], [[παραπέρα]], [[πέραν]] δίκης καιροῦ, σε Αισχύλ.· [[πέραν]] [[τῶν]] [[νῦν]] εἰρημένων, σε Σοφ.· θαυμάτων [[πέραν]], πέρα από τους μύθους, σε Ευρ.· [[ενίοτε]] η γεν. παραλείπεται, ἄπιστα καὶ πέρα, πράγματα απίστευτα και [[ακόμα]] πιο [[πολύ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης ως συγκρ. ακολουθ. από <i>ἤ</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> ψηλότερα, πιο πάνω από, [[τῶν]] ἐχθρῶν πέρα, στον ίδ.
|lsmtext='''πέρα:''' ἡ, βλ. [[πέραν]], ενικ. τέλ.<br /><b class="num">• πέρᾱ:</b> επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> πέρα, κατά [[μήκος]] ή πιο πέρα, [[περαιτέρω]], Λατ. [[ultra]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., Ἀτλαντικῶν πέρα [[ὅρων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο, [[επιπλέον]], μακρύτερα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., πέρα μεσούσης ἡμέρας, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> πέρα από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα, πέρα λέγειν, <i>φράζειν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[πλέον]], [[πέραν]], [[παραπέρα]], [[πέραν]] δίκης καιροῦ, σε Αισχύλ.· [[πέραν]] τῶν [[νῦν]] εἰρημένων, σε Σοφ.· θαυμάτων [[πέραν]], πέρα από τους μύθους, σε Ευρ.· [[ενίοτε]] η γεν. παραλείπεται, ἄπιστα καὶ πέρα, πράγματα απίστευτα και [[ακόμα]] πιο [[πολύ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης ως συγκρ. ακολουθ. από <i>ἤ</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> ψηλότερα, πιο πάνω από, τῶν ἐχθρῶν πέρα, στον ίδ.
}}
}}
{{etym
{{etym