Anonymous

πάλαισμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάλαισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό ([[παλαίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τέχνασμα]] πάλης ή [[διαπάλη]], σε Ηρόδ.· ἓν μὲν τόδ' [[ἤδη]] [[τῶν]] τριῶν παλαισμάτων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] [[αγώνας]], σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> [[κάθε]] [[τέχνασμα]] ή [[δόλος]], [[υπεκφυγή]], σε Αριστοφ.· [[πάλαισμα]] δικαστηρίου, [[τέχνασμα]] δικαστικό, σε Αισχίν.
|lsmtext='''πάλαισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό ([[παλαίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τέχνασμα]] πάλης ή [[διαπάλη]], σε Ηρόδ.· ἓν μὲν τόδ' [[ἤδη]] τῶν τριῶν παλαισμάτων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] [[αγώνας]], σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> [[κάθε]] [[τέχνασμα]] ή [[δόλος]], [[υπεκφυγή]], σε Αριστοφ.· [[πάλαισμα]] δικαστηρίου, [[τέχνασμα]] δικαστικό, σε Αισχίν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj