Anonymous

φροντίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φροντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφρόντισα</i>, παρακ. <i>πεφρόντικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> απόλ., [[σκέφτομαι]], [[συλλογίζομαι]], [[μελετώ]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[δίνω]] [[προσοχή]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[γεμάτος]] σκέψεις και ανησυχίες, <i>πεφροντικὸς βλέπειν</i>, [[δείχνω]] [[σκεπτικός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αντικ.·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[σκέφτομαι]] [[κάτι]], [[εξετάζω]], [[κρίνω]], [[επινοώ]], [[μηχανώμαι]], σε Ηρόδ., Αττ.· ακολουθ. από εξαρτημένη [[πρόταση]], [[οπότε]] το [[ρήμα]] τίθεται σε χρόνο μέλ., [[φροντίζω]] [[τοῦτο]], [[ὅκως]] μὴ λείψομαι, σε Ηρόδ.· [[φροντίζω]] πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει, στον ίδ.· [[φροντίζω]] [[ὅπως]]..., κάνω σκέψεις ή [[υπολογίζω]] πώς ένα [[πράγμα]] πρέπει να γίνει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σκέφτομαι]] για [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]] σε ένα [[πράγμα]], [[ενδιαφέρομαι]] γι' αυτό, το [[υπολογίζω]], [[κυρίως]] με άρν., Περσέων οὐδὲν [[φροντίζω]], σε Ηρόδ.· <i>πενθέως οὐ φροντίδας</i>, σε Ευρ.· οὐδὲ [[τῶν]] νόμων φροντίζουσι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ. έχοντας αρνητική [[έννοια]], σμικρὸν [[φροντίζω]] Σωκράτους, στον ίδ.· όμοια επίσης με πρόθ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, [[ενδιαφέρομαι]] ή [[ανησυχώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>μὴ φροντίσῃς</i>, μη δώσεις [[προσοχή]], σε Αριστοφ.· <i>οὐ</i>, <i>μὰ Δι' οὐδ' ἐφρόντισα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''φροντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφρόντισα</i>, παρακ. <i>πεφρόντικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> απόλ., [[σκέφτομαι]], [[συλλογίζομαι]], [[μελετώ]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[δίνω]] [[προσοχή]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[γεμάτος]] σκέψεις και ανησυχίες, <i>πεφροντικὸς βλέπειν</i>, [[δείχνω]] [[σκεπτικός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αντικ.·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[σκέφτομαι]] [[κάτι]], [[εξετάζω]], [[κρίνω]], [[επινοώ]], [[μηχανώμαι]], σε Ηρόδ., Αττ.· ακολουθ. από εξαρτημένη [[πρόταση]], [[οπότε]] το [[ρήμα]] τίθεται σε χρόνο μέλ., [[φροντίζω]] [[τοῦτο]], [[ὅκως]] μὴ λείψομαι, σε Ηρόδ.· [[φροντίζω]] πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει, στον ίδ.· [[φροντίζω]] [[ὅπως]]..., κάνω σκέψεις ή [[υπολογίζω]] πώς ένα [[πράγμα]] πρέπει να γίνει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σκέφτομαι]] για [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]] σε ένα [[πράγμα]], [[ενδιαφέρομαι]] γι' αυτό, το [[υπολογίζω]], [[κυρίως]] με άρν., Περσέων οὐδὲν [[φροντίζω]], σε Ηρόδ.· <i>πενθέως οὐ φροντίδας</i>, σε Ευρ.· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ. έχοντας αρνητική [[έννοια]], σμικρὸν [[φροντίζω]] Σωκράτους, στον ίδ.· όμοια επίσης με πρόθ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, [[ενδιαφέρομαι]] ή [[ανησυχώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>μὴ φροντίσῃς</i>, μη δώσεις [[προσοχή]], σε Αριστοφ.· <i>οὐ</i>, <i>μὰ Δι' οὐδ' ἐφρόντισα</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj