Anonymous

φυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠλάσσω:''' Αττ. <i>-ττω</i>, (√<i>ΦΥΛΑΚ</i>), Επικ. απαρ. <i>φυλασσέμεναι</i>· μέλ. <i>φυλάξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφύλαξα</i>, Επικ. <i>φύλ-</i>, παρακ. <i>πεφύλᾰχα</i> — Μέσ., μέλ. <i>-άξομαι</i>, επίσης με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. αʹ <i>ἐφυλαξάμην</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐφυλάχθην</i>, παρακ. <i>πεφύλαγμαι</i>, προστ. <i>πεφύλαξο</i>. Α. απόλ., [[φυλάσσω]] και [[προστατεύω]], [[φρουρώ]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>σὺν κυσὶ φυλάσσοντας περὶ μῆλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[φυλάσσω]], [[προστατεύω]], [[διατηρώ]], υπερασπίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, [[φυλάσσω]] κάποιον από ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ξεν.· επίσης, [[φυλάσσω]] τινὰ μὴ πάσχειν, [[προστατεύω]] κάποιον για να μην υποφέρει, σε Σοφ. — Παθ., φυλάσσομαι, διατηρούμαι υπό [[φύλαξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> παραφυλάω, [[παραμένω]], [[περιμένω]] ή [[ενεδρεύω]], σε Όμηρ., Θουκ.· [[φυλάσσω]] τὸ [[σύμβολον]], έχω το νου μου για [[προειδοποίηση]] με [[φωτιά]], σε Αισχύλ.· [[παρατηρώ]], [[περιμένω]], [[αναμένω]] μια συγκεκριμένη [[στιγμή]] ή ένα ορισμένο [[γεγονός]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[φυλάσσω]] [[νύχτα]], [[περιμένω]] να έρθει η [[νύχτα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[διατηρώ]], [[διαφυλάττω]], [[τηρώ]], <i>χόλον</i>, <i>ὅρκια</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[φυλάσσω]] [[ἔπος]], [[περιφρουρώ]] την [[εκτέλεση]] διαταγής, στο ίδ.· <i>νόμον</i>, σε Σοφ.· [[φυλάσσω]] σκαιοσύναν, [[επιμένω]] σε αυτή, τη [[διατηρώ]], την υποθάλπτω, στον ίδ. — Παθ., φυλάττεσθαι [[παρά]] τινι, φυλάσσομαι μέσα ή από..., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[διαμένω]] σε ένα [[τόπο]], [[τόδε]] [[δῶμα]] φυλάσσοις, σε Ομήρ. Οδ. <b>Γ.</b> Μέσ., με Παθ. παρακ.,<br /><b class="num">I.</b> απόλ.,<br /><b class="num">1.</b> βρίσκομαι υπό τη [[φύλαξη]] κάποιου, [[συνεχίζω]] να [[φυλάσσω]], <i>[[νύκτα]] φυλασσομένοισι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυλαγμένος [[εἶναι]], [[προσεκτικός]], [[φρόνιμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[διατηρώ]] ένα [[πράγμα]] κοντά μου, [[φυλάσσω]] αυτό στο [[μυαλό]] μου, σε Ησίοδ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[φυλάσσω]], [[διατηρώ]] με [[ασφάλεια]], <i>καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο</i>, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[φροντίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> με γεν., φυλάσσεσθαι [[τῶν]] [[νεῶν]], [[φροντίζω]] για τα καράβια, είμαι [[προσεκτικός]] με αυτά, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>φυλάσσεσθαί τι</i> ή <i>τινα</i>, είμαι [[προσεκτικός]], φυλάσσομαι από κάποιον, προφυλάσσομαι, [[αποφεύγω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· επίσης, [[φυλάττω]] [[πρός]] τι, σε Θουκ.· ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., <i>εἰσορῶν φυλάξομαι</i>, θα φροντίσω να έχω το νου μου, σε Σοφ.· με απαρ., [[φυλάσσω]] μὴ ποιεῖν, [[φροντίζω]] να μην κάνω, [[προφυλάσσω]] ενάντια στο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ.· [[φυλάσσω]] τὸ μὴ [[γενέσθαι]], <i>τι</i>, σε Δημ.· ομοίως [[φυλάσσω]] μή ή [[φυλάσσω]] [[ὅπως]] μή..., με υποτ., [[φροντίζω]] να μη γίνει κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ., Ξεν.· [[σπανίως]] με γεν., [[τῶν]] εὖ φυλάξαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μερικές φορές η Ενεργ. έχει [[σημασία]] Μέσ., σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''φῠλάσσω:''' Αττ. <i>-ττω</i>, (√<i>ΦΥΛΑΚ</i>), Επικ. απαρ. <i>φυλασσέμεναι</i>· μέλ. <i>φυλάξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφύλαξα</i>, Επικ. <i>φύλ-</i>, παρακ. <i>πεφύλᾰχα</i> — Μέσ., μέλ. <i>-άξομαι</i>, επίσης με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. αʹ <i>ἐφυλαξάμην</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐφυλάχθην</i>, παρακ. <i>πεφύλαγμαι</i>, προστ. <i>πεφύλαξο</i>. Α. απόλ., [[φυλάσσω]] και [[προστατεύω]], [[φρουρώ]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>σὺν κυσὶ φυλάσσοντας περὶ μῆλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[φυλάσσω]], [[προστατεύω]], [[διατηρώ]], υπερασπίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, [[φυλάσσω]] κάποιον από ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ξεν.· επίσης, [[φυλάσσω]] τινὰ μὴ πάσχειν, [[προστατεύω]] κάποιον για να μην υποφέρει, σε Σοφ. — Παθ., φυλάσσομαι, διατηρούμαι υπό [[φύλαξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> παραφυλάω, [[παραμένω]], [[περιμένω]] ή [[ενεδρεύω]], σε Όμηρ., Θουκ.· [[φυλάσσω]] τὸ [[σύμβολον]], έχω το νου μου για [[προειδοποίηση]] με [[φωτιά]], σε Αισχύλ.· [[παρατηρώ]], [[περιμένω]], [[αναμένω]] μια συγκεκριμένη [[στιγμή]] ή ένα ορισμένο [[γεγονός]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[φυλάσσω]] [[νύχτα]], [[περιμένω]] να έρθει η [[νύχτα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[διατηρώ]], [[διαφυλάττω]], [[τηρώ]], <i>χόλον</i>, <i>ὅρκια</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[φυλάσσω]] [[ἔπος]], [[περιφρουρώ]] την [[εκτέλεση]] διαταγής, στο ίδ.· <i>νόμον</i>, σε Σοφ.· [[φυλάσσω]] σκαιοσύναν, [[επιμένω]] σε αυτή, τη [[διατηρώ]], την υποθάλπτω, στον ίδ. — Παθ., φυλάττεσθαι [[παρά]] τινι, φυλάσσομαι μέσα ή από..., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[διαμένω]] σε ένα [[τόπο]], [[τόδε]] [[δῶμα]] φυλάσσοις, σε Ομήρ. Οδ. <b>Γ.</b> Μέσ., με Παθ. παρακ.,<br /><b class="num">I.</b> απόλ.,<br /><b class="num">1.</b> βρίσκομαι υπό τη [[φύλαξη]] κάποιου, [[συνεχίζω]] να [[φυλάσσω]], <i>[[νύκτα]] φυλασσομένοισι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυλαγμένος [[εἶναι]], [[προσεκτικός]], [[φρόνιμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[διατηρώ]] ένα [[πράγμα]] κοντά μου, [[φυλάσσω]] αυτό στο [[μυαλό]] μου, σε Ησίοδ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[φυλάσσω]], [[διατηρώ]] με [[ασφάλεια]], <i>καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο</i>, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[φροντίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> με γεν., φυλάσσεσθαι τῶν [[νεῶν]], [[φροντίζω]] για τα καράβια, είμαι [[προσεκτικός]] με αυτά, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>φυλάσσεσθαί τι</i> ή <i>τινα</i>, είμαι [[προσεκτικός]], φυλάσσομαι από κάποιον, προφυλάσσομαι, [[αποφεύγω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· επίσης, [[φυλάττω]] [[πρός]] τι, σε Θουκ.· ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., <i>εἰσορῶν φυλάξομαι</i>, θα φροντίσω να έχω το νου μου, σε Σοφ.· με απαρ., [[φυλάσσω]] μὴ ποιεῖν, [[φροντίζω]] να μην κάνω, [[προφυλάσσω]] ενάντια στο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ.· [[φυλάσσω]] τὸ μὴ [[γενέσθαι]], <i>τι</i>, σε Δημ.· ομοίως [[φυλάσσω]] μή ή [[φυλάσσω]] [[ὅπως]] μή..., με υποτ., [[φροντίζω]] να μη γίνει κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ., Ξεν.· [[σπανίως]] με γεν., τῶν εὖ φυλάξαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μερικές φορές η Ενεργ. έχει [[σημασία]] Μέσ., σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj