Anonymous

φίλος: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φίλος:''' -η, -ον (<i>ῐ</i>· [[αλλά]] κλητ. <i>φίλε</i> με <i>ῑ</i>, σε Όμηρ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., [[αγαπημένος]], [[αξιαγάπητος]], [[αγαπητός]], Λατ. [[amicus]], [[carus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[αγαπητός]] σε κάποιον, στον ίδ.· κλητ., <i>φίλε</i> μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ουδ. <i>-ον</i>, φίλε [[τέκνον]], σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. πολλές φορές ακολουθεί την κλητ., φίλ' [[ἀνδρῶν]], σε Θεόκρ.· <i>ὦ φίλα γυναικῶν</i>, σε Ευρ.· [[συχνά]] ως ουσ., [[φίλος]], <i>ὁ</i>, [[φίλος]], σε Όμηρ.· παροιμ., ἔστιν ὁ [[φίλος]] [[ἄλλος]] [[αὐτός]], ο [[φίλος]] είναι ο [[άλλος]] [[εαυτός]], σε Αριστ.· κοινὰτὰ [[τῶν]] [[φίλων]], σε Πλάτ.· ομοίως στο θηλ. [[φίλη]], <i>ἡ</i>, αγαπητή, [[φίλη]], Λατ. [[amica]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>φίλον</i>, <i>τό</i>, [[αντικείμενο]] αγάπης, σε Σοφ.· <i>τὰ φίλτατα</i>, τα πιο κοντινά και τα πιο αγαπημένα σε κάποιον, όπως είναι η [[σύζυγος]] και τα [[παιδιά]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αγαπητός]], [[ευχάριστος]], [[ευπρόσδεκτος]], σε Όμηρ.· ως κατηγορ., φίλον [[ἐστί]] ή <i>γίγνεταί μοι</i>, είναι αγαπητό σε μένα, με ευχαριστεί, Λατ. cordi est, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· εἰ τόδ' [[αὐτῷ]] φίλον κεκλημένῳ, εάν τον ευχαριστεί να αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> στους Ποιητές, το [[φίλος]] χρησιμοποιείται για την [[ίδια]] την [[ζωή]] κάποιου, <i>φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν</i>, έδιωξε [[μακριά]] ευχάριστη [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ.· φίλον [[ἦτορ]], φίλα [[γούνατα]], πατὴρ [[φίλος]], [[φίλη]] [[ἄλοχος]], σε Όμηρ.· <i>φίλην ἄγεσθαι</i>, [[παίρνω]] τη [[γυναίκα]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], όπως [[φίλιος]], [[αγαπητός]], [[φιλικός]], σε Όμηρ.· με γεν., φίλαν [[ξένων]] ἄρουραν, [[φιλικός]] στους ξένους, σε Πίνδ.· <i>φίλα φρονέειν τινί</i>, [[νιώθω]] φιλικά, σε Ομήρ. Ιλ.· [[φιλία]] ποιεῖσθαί τινι, κάνω [[φιλία]] με κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[φίλως]], [[φίλως]] χ' ὁρόῳτε, βλέπετε αυτό με [[ευχαρίστηση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φίλωςἐμοί</i>, με έναν τρόπο αγαπητό ή ευχάριστο σε μένα, σε Αισχύλ.· [[φίλως]] δέχεσθαί τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> [[φίλος]], έχει αρκετούς τύπους παραθετικών·<br /><b class="num">1.</b> συγκρ. [[φιλίων]] [ῐ], <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> Συγκρ. [[φίλτερος]], υπερθ. [[φιλαίτατος]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">4.</b> σε Αττ. [[μᾶλλον]] [[φίλος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· υπερθ. [[μάλιστα]] [[φίλος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φίλος:''' -η, -ον (<i>ῐ</i>· [[αλλά]] κλητ. <i>φίλε</i> με <i>ῑ</i>, σε Όμηρ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., [[αγαπημένος]], [[αξιαγάπητος]], [[αγαπητός]], Λατ. [[amicus]], [[carus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[αγαπητός]] σε κάποιον, στον ίδ.· κλητ., <i>φίλε</i> μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ουδ. <i>-ον</i>, φίλε [[τέκνον]], σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. πολλές φορές ακολουθεί την κλητ., φίλ' [[ἀνδρῶν]], σε Θεόκρ.· <i>ὦ φίλα γυναικῶν</i>, σε Ευρ.· [[συχνά]] ως ουσ., [[φίλος]], <i>ὁ</i>, [[φίλος]], σε Όμηρ.· παροιμ., ἔστιν ὁ [[φίλος]] [[ἄλλος]] [[αὐτός]], ο [[φίλος]] είναι ο [[άλλος]] [[εαυτός]], σε Αριστ.· κοινὰτὰ τῶν [[φίλων]], σε Πλάτ.· ομοίως στο θηλ. [[φίλη]], <i>ἡ</i>, αγαπητή, [[φίλη]], Λατ. [[amica]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>φίλον</i>, <i>τό</i>, [[αντικείμενο]] αγάπης, σε Σοφ.· <i>τὰ φίλτατα</i>, τα πιο κοντινά και τα πιο αγαπημένα σε κάποιον, όπως είναι η [[σύζυγος]] και τα [[παιδιά]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αγαπητός]], [[ευχάριστος]], [[ευπρόσδεκτος]], σε Όμηρ.· ως κατηγορ., φίλον [[ἐστί]] ή <i>γίγνεταί μοι</i>, είναι αγαπητό σε μένα, με ευχαριστεί, Λατ. cordi est, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· εἰ τόδ' [[αὐτῷ]] φίλον κεκλημένῳ, εάν τον ευχαριστεί να αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> στους Ποιητές, το [[φίλος]] χρησιμοποιείται για την [[ίδια]] την [[ζωή]] κάποιου, <i>φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν</i>, έδιωξε [[μακριά]] ευχάριστη [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ.· φίλον [[ἦτορ]], φίλα [[γούνατα]], πατὴρ [[φίλος]], [[φίλη]] [[ἄλοχος]], σε Όμηρ.· <i>φίλην ἄγεσθαι</i>, [[παίρνω]] τη [[γυναίκα]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], όπως [[φίλιος]], [[αγαπητός]], [[φιλικός]], σε Όμηρ.· με γεν., φίλαν [[ξένων]] ἄρουραν, [[φιλικός]] στους ξένους, σε Πίνδ.· <i>φίλα φρονέειν τινί</i>, [[νιώθω]] φιλικά, σε Ομήρ. Ιλ.· [[φιλία]] ποιεῖσθαί τινι, κάνω [[φιλία]] με κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[φίλως]], [[φίλως]] χ' ὁρόῳτε, βλέπετε αυτό με [[ευχαρίστηση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φίλωςἐμοί</i>, με έναν τρόπο αγαπητό ή ευχάριστο σε μένα, σε Αισχύλ.· [[φίλως]] δέχεσθαί τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> [[φίλος]], έχει αρκετούς τύπους παραθετικών·<br /><b class="num">1.</b> συγκρ. [[φιλίων]] [ῐ], <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> Συγκρ. [[φίλτερος]], υπερθ. [[φιλαίτατος]], σε Ξεν., Θεόκρ.<br /><b class="num">4.</b> σε Αττ. [[μᾶλλον]] [[φίλος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· υπερθ. [[μάλιστα]] [[φίλος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru