3,277,206
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ | |lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ τῶν πίλων μιτρηφόροι [[ἦσαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> τσόχινο [[ένδυμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τσόχινος]] [[θώρακας]] πανοπλίας, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |