Anonymous

πῖλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ [[τῶν]] πίλων μιτρηφόροι [[ἦσαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> τσόχινο [[ένδυμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τσόχινος]] [[θώρακας]] πανοπλίας, σε Θουκ.
|lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ τῶν πίλων μιτρηφόροι [[ἦσαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> τσόχινο [[ένδυμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τσόχινος]] [[θώρακας]] πανοπλίας, σε Θουκ.
}}
}}
{{etym
{{etym