Anonymous

ἄγευστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγευστος:''' -ον ([[γεύομαι]]), αυτός που δεν έχει [[γεύση]] ενός πράγματος, που νηστεύει, που απέχει από..., με γεν.· μεταφ., κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]], σε Σοφ.· [[τῶν]] τερπνῶν [[ἄγευστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄγευστος:''' -ον ([[γεύομαι]]), αυτός που δεν έχει [[γεύση]] ενός πράγματος, που νηστεύει, που απέχει από..., με γεν.· μεταφ., κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]], σε Σοφ.· τῶν τερπνῶν [[ἄγευστος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[γεύομαι]<br />without [[taste]] of, [[fasting]] from, c. gen.; metaph., κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]] Soph.; τῶν τερπνῶν [[ἄγευστος]] Xen.
|mdlsjtxt=[γεύομαι]<br />without [[taste]] of, [[fasting]] from, c. gen.; metaph., κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]] Soph.; τῶν τερπνῶν [[ἄγευστος]] Xen.
}}
}}