Anonymous

ἐνδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐνδέξομαι;<br /><b>I.</b> <i>au sens Act.</i><br /><b>1</b> [[prendre sur soi]], acc.;<br /><b>2</b> [[accueillir]], [[admettre]], [[accepter]], acc. ; avec une prop. inf. admettre que, croire que ; <i>avec un suj. de chose</i> μεταβολὴν ἐνδέχεσθαι PLAT admettre un changement, être exposé à changer;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être admissible, être permis, possible : ἃ ἐνδέχεται THC ce qui est possible ; <i>participe</i> ἐνδεχόμενος possible ; • <i>impers.</i> ἐνδέχεται il est permis <i>ou</i> possible, il est admis ; τινι à qqn ; avec une prop. inf. il est permis <i>ou</i> possible de <i>ou</i> que ; [[μέχρις]] [[οὗ]] ἐνδέχεται ARSTT autant qu’il est possible ; [[εἰς]] τοὐνδεχόμενον PLUT, ἐκ [[τῶν]] ἐνδεχομένων XÉN autant que faire se peut.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέχομαι]].
|btext=<i>f.</i> ἐνδέξομαι;<br /><b>I.</b> <i>au sens Act.</i><br /><b>1</b> [[prendre sur soi]], acc.;<br /><b>2</b> [[accueillir]], [[admettre]], [[accepter]], acc. ; avec une prop. inf. admettre que, croire que ; <i>avec un suj. de chose</i> μεταβολὴν ἐνδέχεσθαι PLAT admettre un changement, être exposé à changer;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être admissible, être permis, possible : ἃ ἐνδέχεται THC ce qui est possible ; <i>participe</i> ἐνδεχόμενος possible ; • <i>impers.</i> ἐνδέχεται il est permis <i>ou</i> possible, il est admis ; τινι à qqn ; avec une prop. inf. il est permis <i>ou</i> possible de <i>ou</i> que ; [[μέχρις]] [[οὗ]] ἐνδέχεται ARSTT autant qu’il est possible ; [[εἰς]] τοὐνδεχόμενον PLUT, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων XÉN autant que faire se peut.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. <i>-ξομαι</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]] την [[πρωτοβουλία]], «[[παίρνω]] πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακούω]], αφουγκράζομαι [[κάτι]], [[πιστεύω]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσέχω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[δέχομαι]], [[επιτρέπω]], σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι</i>, δεν επιδέχεται [[εξάσκηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, <i>ἐνδέχεται</i>, στον ίδ.· [[κυρίως]] σε μτχ., <i>ἐνδεχόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[πιθανός]], ἐκ [[τῶν]] ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα [[δυνατά]] μέσα, σε Ξεν.· <i>ἐνδέχεται</i>, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐνδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. <i>-ξομαι</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]] την [[πρωτοβουλία]], «[[παίρνω]] πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακούω]], αφουγκράζομαι [[κάτι]], [[πιστεύω]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσέχω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[δέχομαι]], [[επιτρέπω]], σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι</i>, δεν επιδέχεται [[εξάσκηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, <i>ἐνδέχεται</i>, στον ίδ.· [[κυρίως]] σε μτχ., <i>ἐνδεχόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[πιθανός]], ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα [[δυνατά]] μέσα, σε Ξεν.· <i>ἐνδέχεται</i>, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj