3,258,432
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους | |lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν [[ἐπίκαιρος]], κατάλληλο για..., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέρη του σώματος, [[ζωτικός]], [[σπουδαίος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |