Anonymous

ἐπίκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3, $4 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους [[τῶν]] τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν [[ἐπίκαιρος]], κατάλληλο για..., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέρη του σώματος, [[ζωτικός]], [[σπουδαίος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν [[ἐπίκαιρος]], κατάλληλο για..., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέρη του σώματος, [[ζωτικός]], [[σπουδαίος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj