Anonymous

ἀποσπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tirer violemment : τινα entraîner qqn ; θύρας, πύλας HDT ouvrir une porte avec force <i>ou</i> violence ; τινα ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων HDT arracher qqn à sa femme et à ses enfants ; τινα ἐκ χερῶν EUR arracher une personne aux mains d'une autre ; <i>fig.</i> τινά τι enlever qch (l'espérance, <i>etc.</i>) à qqn ; avec un gén. d'instrum. ἀπ. τινα κόμης ESCHL tirer qqn par les cheveux ; <i>Pass.</i> ἀποσπᾶσθαί τινος être séparé violemment de qqn ; [[ἐξ]] ἱροῦ HDT, ἀπὸ [[τῶν]] ἱερῶν THC être entraîné hors d'un sanctuaire, d'un sacrifice;<br /><b>2</b> [[tirailler en tous sens]] ; <i>Pass.</i> se désunir, marcher en désordre <i>en parl. d'une armée</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) s'arracher, se séparer avec effort de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποσπάομαι]], [[ἀποσπῶμαι]] attirer l'ennemi à soi loin de (tout secours maritime).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σπάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tirer violemment : τινα entraîner qqn ; θύρας, πύλας HDT ouvrir une porte avec force <i>ou</i> violence ; τινα ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων HDT arracher qqn à sa femme et à ses enfants ; τινα ἐκ χερῶν EUR arracher une personne aux mains d'une autre ; <i>fig.</i> τινά τι enlever qch (l'espérance, <i>etc.</i>) à qqn ; avec un gén. d'instrum. ἀπ. τινα κόμης ESCHL tirer qqn par les cheveux ; <i>Pass.</i> ἀποσπᾶσθαί τινος être séparé violemment de qqn ; [[ἐξ]] ἱροῦ HDT, ἀπὸ τῶν ἱερῶν THC être entraîné hors d'un sanctuaire, d'un sacrifice;<br /><b>2</b> [[tirailler en tous sens]] ; <i>Pass.</i> se désunir, marcher en désordre <i>en parl. d'une armée</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) s'arracher, se séparer avec effort de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποσπάομαι]], [[ἀποσπῶμαι]] attirer l'ennemi à soi loin de (tout secours maritime).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σπάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσπάω:''' μέλ. -σπάσω [ᾰ]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] από, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[τέκνον]] ἐκ χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., [[αποχωρίζω]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον, σε Σοφ.· [[ἀποσπάω]] τινά, [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] κάποιον, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Πλούτ. — Παθ., αποσχίζομαι σύρομαι [[μακριά]], αποχωρίζομαι από, <i>τινός</i>, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐξ ἱροῦ</i>, σε Ηρόδ.· ἀπὸ [[τῶν]] ἱερῶν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἀποσπῶ πύλας</i>, [[βγάζω]] τις θύρες από τη [[θέση]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀποσπάω]] τὸ [[στρατόπεδον]], αποχωρίζομαι από το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., <i>ἀποσπάσας</i>, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου, διαλύομαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποσπάω:''' μέλ. -σπάσω [ᾰ]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] από, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[τέκνον]] ἐκ χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., [[αποχωρίζω]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον, σε Σοφ.· [[ἀποσπάω]] τινά, [[αποχωρίζω]], [[αποσχίζω]] κάποιον, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Πλούτ. — Παθ., αποσχίζομαι σύρομαι [[μακριά]], αποχωρίζομαι από, <i>τινός</i>, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐξ ἱροῦ</i>, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τῶν ἱερῶν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἀποσπῶ πύλας</i>, [[βγάζω]] τις θύρες από τη [[θέση]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀποσπάω]] τὸ [[στρατόπεδον]], αποχωρίζομαι από το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., <i>ἀποσπάσας</i>, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου, διαλύομαι, σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj