Anonymous

ἄρθρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[jointure]], [[articulation]] ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα [[τῶν]] κύκλων SOPH les yeux ; <i>abs.</i> les parties sexuelles;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> l'article.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραρίσκω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[jointure]], [[articulation]] ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα τῶν κύκλων SOPH les yeux ; <i>abs.</i> les parties sexuelles;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> l'article.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραρίσκω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα [[τῶν]] κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· <i>ἄρθρα στόματος</i>, [[στόμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα τῶν κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· <i>ἄρθρα στόματος</i>, [[στόμα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru