3,277,309
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[jointure]], [[articulation]] ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[jointure]], [[articulation]] ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα τῶν κύκλων SOPH les yeux ; <i>abs.</i> les parties sexuelles;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> l'article.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραρίσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα | |lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα τῶν κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· <i>ἄρθρα στόματος</i>, [[στόμα]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |