Anonymous

ἀναχαιτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχαιτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[χαίτη]]), <b>1.λέγεται</b> για [[άλογο]], [[ρίχνω]] [[πίσω]] τη [[χαίτη]], [[ορθώνω]], σε Ευρ.· μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, [[γίνομαι]] [[σκληροτράχηλος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., ορθώνομαι και [[ρίχνω]] τον αναβάτη, σε Ευρ.· μεταφ. [[αναταράζω]], στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., ἀν [[τῶν]] πραγμάτων, αποτινάσσω τον [[ζυγό]] των ασχολιών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναχαιτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[χαίτη]]), <b>1.λέγεται</b> για [[άλογο]], [[ρίχνω]] [[πίσω]] τη [[χαίτη]], [[ορθώνω]], σε Ευρ.· μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, [[γίνομαι]] [[σκληροτράχηλος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., ορθώνομαι και [[ρίχνω]] τον αναβάτη, σε Ευρ.· μεταφ. [[αναταράζω]], στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., ἀν τῶν πραγμάτων, αποτινάσσω τον [[ζυγό]] των ασχολιών, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj