3,277,241
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁπλίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βαριά]] οπλισμένος, αρματωμένος, [[δρόμος]] ὁπλιτῶν, [[αγώνας]] δρόμου αντρών που φορούν [[πανοπλία]], σε αντίθ. προς το [[δρόμος]] | |lsmtext='''ὁπλίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βαριά]] οπλισμένος, αρματωμένος, [[δρόμος]] ὁπλιτῶν, [[αγώνας]] δρόμου αντρών που φορούν [[πανοπλία]], σε αντίθ. προς το [[δρόμος]] τῶν γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν [[στρατός]], εξοπλισμένο [[στράτευμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ὁπλίτης]], <i>ὁ</i>, [[βαριά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού, [[άνδρας]] υπό τα όπλα· κρατούσε [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]]), απ' όπου και η [[ονομασία]], όπως ο [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού ([[πελταστής]]), έλαβε την [[ονομασία]] του από την μικρή και ελαφριά [[ασπίδα]] [[πέλτη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὁπλῖται</i>, αντίθ. προς το <i>ψιλοί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |