Anonymous

ὁπλίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βαριά]] οπλισμένος, αρματωμένος, [[δρόμος]] ὁπλιτῶν, [[αγώνας]] δρόμου αντρών που φορούν [[πανοπλία]], σε αντίθ. προς το [[δρόμος]] [[τῶν]] γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν [[στρατός]], εξοπλισμένο [[στράτευμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ὁπλίτης]], <i>ὁ</i>, [[βαριά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού, [[άνδρας]] υπό τα όπλα· κρατούσε [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]]), απ' όπου και η [[ονομασία]], όπως ο [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού ([[πελταστής]]), έλαβε την [[ονομασία]] του από την μικρή και ελαφριά [[ασπίδα]] [[πέλτη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὁπλῖται</i>, αντίθ. προς το <i>ψιλοί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ὁπλίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βαριά]] οπλισμένος, αρματωμένος, [[δρόμος]] ὁπλιτῶν, [[αγώνας]] δρόμου αντρών που φορούν [[πανοπλία]], σε αντίθ. προς το [[δρόμος]] τῶν γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν [[στρατός]], εξοπλισμένο [[στράτευμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ὁπλίτης]], <i>ὁ</i>, [[βαριά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού, [[άνδρας]] υπό τα όπλα· κρατούσε [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]]), απ' όπου και η [[ονομασία]], όπως ο [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού ([[πελταστής]]), έλαβε την [[ονομασία]] του από την μικρή και ελαφριά [[ασπίδα]] [[πέλτη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὁπλῖται</i>, αντίθ. προς το <i>ψιλοί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj