3,273,858
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅπλον:''' τό, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]], [[σκεύος]], [[κυρίως]] στον πληθ.<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλισμός]] πλοίου, τα ξάρτια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ιδίως]], σκοινιά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στον ενικ. το [[σκοινί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> εργαλεία, λέγεται για εργαλεία σιδηρουργού, σε Όμηρ.· στον ενικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρεπάνι]], σε Ανθ.· δείπνων [[ὅπλον]], λέγεται για [[φλασκί]] κρασιού, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ. επίσης, σύνεργα πολέμου, [[εξοπλισμός]], [[οπλισμός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., όπλο, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στους Αττ., [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] από την οποία οι στρατιώτες έλαβαν την [[ονομασία]] τους, <i>ὁπλῖται</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], στον πληθ. [[βαρέα]] όπλα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπλων [[ἐπιστάτης]] = [[ὁπλίτης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὅπλα = ὁπλῖται</i>, άντρες υπό τα όπλα, στρατιώτες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ ὅπλα</i>, επίσης, [[τόπος]] όπου βρίσκονται όπλα, [[στρατόπεδο]], σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκ | |lsmtext='''ὅπλον:''' τό, [[εργαλείο]], [[σύνεργο]], [[σκεύος]], [[κυρίως]] στον πληθ.<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλισμός]] πλοίου, τα ξάρτια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· [[ιδίως]], σκοινιά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στον ενικ. το [[σκοινί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> εργαλεία, λέγεται για εργαλεία σιδηρουργού, σε Όμηρ.· στον ενικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρεπάνι]], σε Ανθ.· δείπνων [[ὅπλον]], λέγεται για [[φλασκί]] κρασιού, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ. επίσης, σύνεργα πολέμου, [[εξοπλισμός]], [[οπλισμός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., όπλο, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στους Αττ., [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] από την οποία οι στρατιώτες έλαβαν την [[ονομασία]] τους, <i>ὁπλῖται</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], στον πληθ. [[βαρέα]] όπλα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπλων [[ἐπιστάτης]] = [[ὁπλίτης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὅπλα = ὁπλῖται</i>, άντρες υπό τα όπλα, στρατιώτες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ ὅπλα</i>, επίσης, [[τόπος]] όπου βρίσκονται όπλα, [[στρατόπεδο]], σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> φράσεις: ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]], είμαι στα όπλα, υπό τα όπλα, σε Ηρόδ.· <i>εἰςτὰ ὅπλα παραγγέλλειν</i>, σε Ξεν.· <i>ἐφ' ὅπλοις</i> ή <i>παρ' ὅπλοις ἧσθαι</i>, σε Ευρ.· <i>μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις</i>, σε Ξεν.· <i>ὅπλα τίθεσθαι</i>, βλ. [[τίθημι]], Α. I. 7. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |