Anonymous

ἀποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάλλω:''' μέλ. -[[βαλῶ]],<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] από πάνω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ρίχνω]] από, [[απορρίπτω]], [[πετώ]] από, [[ἀποβάλλω]] ὀμμάτων [[ὕπνον]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]], [[παρατώ]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], <i>τὴν ἀσπίδα</i>, σε Αριστοφ.· τὸν ἄνδρα [[ἀποβάλλω]], τον [[παρατώ]], τον [[απορρίπτω]], σε Ευρ. — Μέσ., [[πετώ]], ξεφορτώνομαι, [[απορρίπτω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> χάνω, <i>τὰ πατρῷα</i>, <i>τὸν στρατόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὴν οὐσίαν</i>, σε Αριστοφ.· πολλοὺς [[τῶν]] στρατιωτῶν, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποβάλλω:''' μέλ. -[[βαλῶ]],<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] από πάνω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ρίχνω]] από, [[απορρίπτω]], [[πετώ]] από, [[ἀποβάλλω]] ὀμμάτων [[ὕπνον]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]], [[παρατώ]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], <i>τὴν ἀσπίδα</i>, σε Αριστοφ.· τὸν ἄνδρα [[ἀποβάλλω]], τον [[παρατώ]], τον [[απορρίπτω]], σε Ευρ. — Μέσ., [[πετώ]], ξεφορτώνομαι, [[απορρίπτω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> χάνω, <i>τὰ πατρῷα</i>, <i>τὸν στρατόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὴν οὐσίαν</i>, σε Αριστοφ.· πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν, σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj