3,274,919
edits
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ | |lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, [[δοκιμάζω]], [[λαμβάνω]] πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ [[δοκιμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, [[λαμβάνω]] τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |