3,277,121
edits
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεφῡρόω''': ([[γέφυρα]]) [[συνδέω]] διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα [[πτελέα]] ἀπετέλεσε γέφυραν [[ὑπεράνω]] τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, [[κάμνω]] γέφυραν [[ὑπεράνω]] | |lstext='''γεφῡρόω''': ([[γέφυρα]]) [[συνδέω]] διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα [[πτελέα]] ἀπετέλεσε γέφυραν [[ὑπεράνω]] τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, [[κάμνω]] γέφυραν [[ὑπεράνω]] αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ [[πόρος]] Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) [[κάμνω]] [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. [[ὑπερασπίζω]] διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |