3,274,917
edits
m (Text replacement - "</b> act." to "</b> act.") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]], ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] μετὰ ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας | |lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]], ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] μετὰ ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας αὐτοῦ), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βουκόλος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[tend]] [[cattle]], Il.:—Pass. of [[cattle]], to [[range]] the fields, [[graze]], Il<br /><b class="num">2.</b> of persons, to [[tend]], [[serve]], [[worship]], Ar.: Mid., τόνδε βουκολούμενος πόνον [[being]] [[constantly]] [[engaged]] in [[this]] [[toil]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[delude]], [[beguile]], Aesch.; Mid., ἐλπίσι βουκολοῦμαι I [[feed]] [[myself]] on hopes, [[cheat]] [[myself]] with them, Eur. | |mdlsjtxt=[[βουκόλος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[tend]] [[cattle]], Il.:—Pass. of [[cattle]], to [[range]] the fields, [[graze]], Il<br /><b class="num">2.</b> of persons, to [[tend]], [[serve]], [[worship]], Ar.: Mid., τόνδε βουκολούμενος πόνον [[being]] [[constantly]] [[engaged]] in [[this]] [[toil]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[delude]], [[beguile]], Aesch.; Mid., ἐλπίσι βουκολοῦμαι I [[feed]] [[myself]] on hopes, [[cheat]] [[myself]] with them, Eur. | ||
}} | }} |