Anonymous

διαρρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "</b> fig.<br" to "</b> fig.<br")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρέω''': μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) [[ἐκφεύγω]] διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, [[κάμνω]] νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ [[ἔδαφος]] διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. [[διαρρέω]] ὡς [[ὕδωρ]], ἐξαφανίζομαι, [[χάρις]] διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, [[φθίνω]], [[πάλιν]] διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων [[καθόλου]], δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, [[διάγω]] ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
|lstext='''διαρρέω''': μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου αὐτοῦ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) [[ἐκφεύγω]] διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, [[κάμνω]] νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ [[ἔδαφος]] διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. [[διαρρέω]] ὡς [[ὕδωρ]], ἐξαφανίζομαι, [[χάρις]] διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, [[φθίνω]], [[πάλιν]] διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων [[καθόλου]], δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, [[διάγω]] ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. διαρ-ρεύσομαι aor2 δι-ερρύην perf. δι-ερρύηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[through]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[slip]] [[through]], τῶν [[χειρῶν]] Luc.<br /><b class="num">3.</b> of a [[vessel]], to [[leak]], Luc.<br /><b class="num">4.</b> of a [[report]], to [[spread]] [[abroad]], Plut.<br /><b class="num">5.</b> χείλη διερρυηκότα [[gaping]] lips, Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[fall]] [[away]] like [[water]], die or [[waste]] [[away]], [[χάρις]] διαρρεῖ Soph.; of one [[diseased]], Ar.; of [[money]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. διαρ-ρεύσομαι aor2 δι-ερρύην perf. δι-ερρύηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[through]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[slip]] [[through]], τῶν [[χειρῶν]] Luc.<br /><b class="num">3.</b> of a [[vessel]], to [[leak]], Luc.<br /><b class="num">4.</b> of a [[report]], to [[spread]] [[abroad]], Plut.<br /><b class="num">5.</b> χείλη διερρυηκότα [[gaping]] lips, Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[fall]] [[away]] like [[water]], die or [[waste]] [[away]], [[χάρις]] διαρρεῖ Soph.; of one [[diseased]], Ar.; of [[money]], Dem.
}}
}}