Anonymous

βοηθητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηθητικός''': -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]], τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · [[πρός]] τι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ [[ὅπως]] ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.
|lstext='''βοηθητικός''': -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, [[ὠφέλιμος]], [[χρήσιμος]], τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · [[πρός]] τι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ [[ὅπως]] ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοηθητικός]], -ή, -όν) [[βοηθώ]]<br />[[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να βοηθήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[βοηθητικός]]<br />ο [[στρατιώτης]] που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους [[αλλά]] εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. <i>έχω</i> γράψει, [[είμαι]] [[γραμμένος]]).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοηθητικός]], -ή, -όν) [[βοηθώ]]<br />[[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να βοηθήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[βοηθητικός]]<br />ο [[στρατιώτης]] που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους [[αλλά]] εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. <i>έχω</i> γράψει, [[είμαι]] [[γραμμένος]]).
}}
}}