Anonymous

ἀμφισβητέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφισβητέω''': παρατ. ἠμφισβήτουν ἢ ἠμφεσβ-: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμφισβήτησα ἢ ἠμφεσβ-: - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον -ήσομαι Πλάτ. Θεαίτ. 171Β: ἀόρ. ἠμφισβητήθην ἢ ἠμφεσβ-. Περὶ τῆς ἁπλῆς ἢ διπλῆς αὐξήσεως, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν τὰ ἄριστα χειρόγραφα τοῦ [[αὐτοῦ]] συγγραφέως ποικίλλουσιν, ἴδε Veitch Ἑλλ. Ρήματα ἐν λ. Ρῆμα τῆς Ἀττ. πεζογρ. δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ὑπὸ τὴν Ἰων. μορφὴν [[ἀμφισβατέω]], πρβλ. Ἐπιγρ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2985Β. 6, Μυτιλ. [[αὐτόθι]] 2166. 20. (Ἐκ τῆς √ΒΑ, ἴδε βαίνω). [[Κατὰ]] λέξιν [[ὑπάγω]] χωριστά, ἵσταμαι χωριστά, διίσταμαι, ἑπομ. = διαφωνῶ [[πρός]] τινα, ὁ [[ἕτερος]] τῶν λόγων, τῷ πρότερον λεχθέντι ἀμφ. Ἡρόδ. 9. 74. β) ἀπολ. διαφωνῶ, φιλονεικῶ, συζητῶ, [[ἐρίζω]], διαφέρομαι, Λατ. altercari, ὁ αὐτ. 4. 14, καὶ Ἀττ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 4. 38, Ἰσοκρ. 44D, Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 73. 5 καὶ ἀλλ.: ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 124. 15· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 120 ἐν τέλ.: - οἱ ἀμφισβητοῦντες ἢ ἐρίζοντες, οἱ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ. Δημ. 1175. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 6 καὶ ἀλλ. 2) μ. δοτ. προσ., [[ἐρίζω]] ἢ συζητῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρος 263Α και ἀλλ.· τινὶ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 268Α, Ἰσαῖος 44. 8, κτλ. 3) μ. γεν. πράγμ. = [[ἐρίζω]], φιλονεικῶ [[περί]] τινος, διά τι, τοῦ σίτου ἀμφ. ἡμῖν, πρὸς ἡμᾶς περὶ τοῦ σίτου, Δημ. 884. 26: [[ἐντεῦθεν]], ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος, ἀντιποιοῦμαί τινος, τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων ὁ αὐτ. 165. 11· τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1000. 3· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 7, πρβλ. 3. 12, 7· [[τρία]] τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος, [[τρία]] πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς ἰσότητος, ὁ αὐτ. 4. 8, 9· τῆς μεσότητος ἀμφισβητεῖ τὰ [[ἄκρα]] ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 4, 4· - οὕτω καὶ ἀμφ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 3. 13, 1. β) ὡς δικαν. ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς περιουσίας τεθνεῶτος ἢ ἐπὶ τῆς κηδεμονίας κληρονόμου, τοῦ κλήρου ἀμφ. Δημ. 1051. 22., 1092. 3· πρβλ. Ἰσαῖον 44. 8. κἑξ., Α. Β. 256. 13. 4) μ. αἰτ. πράγμ., διαφιλονεικῶ τι, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφισβητήσει περὶ [[αὐτοῦ]], ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Πλάτ. Γοργ. 472D· οὐκ ἀληθῆ ἀμφ. ὁ αὐτ. Μενέξ. 242D: - οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγμ., ἴδε ἐν λ. [[ἀμφισβητητέον]]. 5) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[διισχυρίζομαι]] ὅτι, ἀμφ. [[εἶναι]] τι ὁ αὐτ. Γοργ. 452C, πρβλ. Δημ. 833. 6, κτλ.· [[οὕτως]], ἀμφ. ὅτι ἐστί τι Πλάτ. Συμπ. 215Β· οὕτω καὶ μετ’ ἀρνήσεως, [[ἐπιμένω]], [[διισχυρίζομαι]] ὅτι δὲν ἔχει οὕτω τὸ [[πρᾶγμα]], ἀμφ. μὴ [[εἶναι]] ἡδέα τὰ ἡδέα ὁ αὐτ. Φίληβ. 13Β· ἠμφισβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμὲ Δημ. 347. 8· οὕτω καί, ἀμφ. ως οὔκ ἐστί τι Πλάτ. Πολιτ. 476D καὶ ἀλλ.· ἀμφ. περὶ τούτων ὡς οὐ ... Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10. 6) ἐν Αἰσχίν. 48. 1. (148) ὑπάρχει παίγνιόν τι ἐπὶ τῆς λέξεως, σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ [[εἶναι]], οὐ γάρ ἂν τολμήσαιμι εἰπεῖν, ὡς [[ἀνήρ]] εἶ, ἐγράφης [[λιποταξίου]], [[διότι]] ἐτέθη εἰς τοιαύτην θέσιν [[ὥστε]] ὁ ἀκούσας αὐτὴν πρὶν ἀκούσῃ τὰ ἑπόμενα νὰ σχηματίσῃ τὴν ἐναντίαν ἰδέαν. ΙΙ. Παθ., εἶμαι τὸ ἀντικείμενον ἀμφισβητήσεως, ἀμφισβητοῦμαι, ἀμφισβητεῖταί τι Πλάτ. Πολιτ. 581Ε, κτλ.· ἢ ἀπροσ., ἀμφισβητεῖται [[περί]] τι ὁ αὐτ. Σοφ. 225Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 457Ε· ἀμφισβητεῖται μή εἶναί τι, [[εἶναι]] φιλονεικούμενος, διαφιλονεικεῖται ὁ αὐτ. Πολιτ. 276Β· ὁ [[πολίτης]] ἀμφισβητεῖται, δηλ. ἡ [[λέξις]] [[πολίτης]] [[εἶναι]] [[ἀμφισβητήσιμος]], οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες [[εἶναι]] πολίτην κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 2: - τὰ ἀμφισβητούμενα. = τὰ ἀμφισβητήματα, Θουκ. 6. 10., 7. 18, Ἰσοκρ. 44C, Πλάτ. Νόμ. 641D, κτλ.
|lstext='''ἀμφισβητέω''': παρατ. ἠμφισβήτουν ἢ ἠμφεσβ-: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμφισβήτησα ἢ ἠμφεσβ-: - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον -ήσομαι Πλάτ. Θεαίτ. 171Β: ἀόρ. ἠμφισβητήθην ἢ ἠμφεσβ-. Περὶ τῆς ἁπλῆς ἢ διπλῆς αὐξήσεως, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν τὰ ἄριστα χειρόγραφα τοῦ αὐτοῦ συγγραφέως ποικίλλουσιν, ἴδε Veitch Ἑλλ. Ρήματα ἐν λ. Ρῆμα τῆς Ἀττ. πεζογρ. δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ὑπὸ τὴν Ἰων. μορφὴν [[ἀμφισβατέω]], πρβλ. Ἐπιγρ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2985Β. 6, Μυτιλ. [[αὐτόθι]] 2166. 20. (Ἐκ τῆς √ΒΑ, ἴδε βαίνω). [[Κατὰ]] λέξιν [[ὑπάγω]] χωριστά, ἵσταμαι χωριστά, διίσταμαι, ἑπομ. = διαφωνῶ [[πρός]] τινα, ὁ [[ἕτερος]] τῶν λόγων, τῷ πρότερον λεχθέντι ἀμφ. Ἡρόδ. 9. 74. β) ἀπολ. διαφωνῶ, φιλονεικῶ, συζητῶ, [[ἐρίζω]], διαφέρομαι, Λατ. altercari, ὁ αὐτ. 4. 14, καὶ Ἀττ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 4. 38, Ἰσοκρ. 44D, Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 73. 5 καὶ ἀλλ.: ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 124. 15· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 120 ἐν τέλ.: - οἱ ἀμφισβητοῦντες ἢ ἐρίζοντες, οἱ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ. Δημ. 1175. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 6 καὶ ἀλλ. 2) μ. δοτ. προσ., [[ἐρίζω]] ἢ συζητῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρος 263Α και ἀλλ.· τινὶ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 268Α, Ἰσαῖος 44. 8, κτλ. 3) μ. γεν. πράγμ. = [[ἐρίζω]], φιλονεικῶ [[περί]] τινος, διά τι, τοῦ σίτου ἀμφ. ἡμῖν, πρὸς ἡμᾶς περὶ τοῦ σίτου, Δημ. 884. 26: [[ἐντεῦθεν]], ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος, ἀντιποιοῦμαί τινος, τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων ὁ αὐτ. 165. 11· τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1000. 3· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 7, πρβλ. 3. 12, 7· [[τρία]] τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος, [[τρία]] πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς ἰσότητος, ὁ αὐτ. 4. 8, 9· τῆς μεσότητος ἀμφισβητεῖ τὰ [[ἄκρα]] ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 4, 4· - οὕτω καὶ ἀμφ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 3. 13, 1. β) ὡς δικαν. ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς περιουσίας τεθνεῶτος ἢ ἐπὶ τῆς κηδεμονίας κληρονόμου, τοῦ κλήρου ἀμφ. Δημ. 1051. 22., 1092. 3· πρβλ. Ἰσαῖον 44. 8. κἑξ., Α. Β. 256. 13. 4) μ. αἰτ. πράγμ., διαφιλονεικῶ τι, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφισβητήσει περὶ αὐτοῦ, ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Πλάτ. Γοργ. 472D· οὐκ ἀληθῆ ἀμφ. ὁ αὐτ. Μενέξ. 242D: - οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγμ., ἴδε ἐν λ. [[ἀμφισβητητέον]]. 5) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[διισχυρίζομαι]] ὅτι, ἀμφ. [[εἶναι]] τι ὁ αὐτ. Γοργ. 452C, πρβλ. Δημ. 833. 6, κτλ.· [[οὕτως]], ἀμφ. ὅτι ἐστί τι Πλάτ. Συμπ. 215Β· οὕτω καὶ μετ’ ἀρνήσεως, [[ἐπιμένω]], [[διισχυρίζομαι]] ὅτι δὲν ἔχει οὕτω τὸ [[πρᾶγμα]], ἀμφ. μὴ [[εἶναι]] ἡδέα τὰ ἡδέα ὁ αὐτ. Φίληβ. 13Β· ἠμφισβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμὲ Δημ. 347. 8· οὕτω καί, ἀμφ. ως οὔκ ἐστί τι Πλάτ. Πολιτ. 476D καὶ ἀλλ.· ἀμφ. περὶ τούτων ὡς οὐ ... Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10. 6) ἐν Αἰσχίν. 48. 1. (148) ὑπάρχει παίγνιόν τι ἐπὶ τῆς λέξεως, σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ [[εἶναι]], οὐ γάρ ἂν τολμήσαιμι εἰπεῖν, ὡς [[ἀνήρ]] εἶ, ἐγράφης [[λιποταξίου]], [[διότι]] ἐτέθη εἰς τοιαύτην θέσιν [[ὥστε]] ὁ ἀκούσας αὐτὴν πρὶν ἀκούσῃ τὰ ἑπόμενα νὰ σχηματίσῃ τὴν ἐναντίαν ἰδέαν. ΙΙ. Παθ., εἶμαι τὸ ἀντικείμενον ἀμφισβητήσεως, ἀμφισβητοῦμαι, ἀμφισβητεῖταί τι Πλάτ. Πολιτ. 581Ε, κτλ.· ἢ ἀπροσ., ἀμφισβητεῖται [[περί]] τι ὁ αὐτ. Σοφ. 225Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 457Ε· ἀμφισβητεῖται μή εἶναί τι, [[εἶναι]] φιλονεικούμενος, διαφιλονεικεῖται ὁ αὐτ. Πολιτ. 276Β· ὁ [[πολίτης]] ἀμφισβητεῖται, δηλ. ἡ [[λέξις]] [[πολίτης]] [[εἶναι]] [[ἀμφισβητήσιμος]], οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες [[εἶναι]] πολίτην κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 2: - τὰ ἀμφισβητούμενα. = τὰ ἀμφισβητήματα, Θουκ. 6. 10., 7. 18, Ἰσοκρ. 44C, Πλάτ. Νόμ. 641D, κτλ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm