Anonymous

ἀντίρρινον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίρρινον''': τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον [[ἄνθος]] διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, [[καθότι]] πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν [[αὐτοῦ]] ἀνοίγει ὡς [[στόμα]] λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· [[ῥίζα]] δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ [[καρπὸς]] [[ὥσπερ]] μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.
|lstext='''ἀντίρρινον''': τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον [[ἄνθος]] διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, [[καθότι]] πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ ἀνοίγει ὡς [[στόμα]] λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· [[ῥίζα]] δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ [[καρπὸς]] [[ὥσπερ]] μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.
}}
}}
{{wkpen
{{wkpen