Anonymous

ἀντίψυχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ [[αὐτοῦ]], Δίων Κ. 59. 8.
|lstext='''ἀντίψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 59. 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που δίνεται ως [[αντάλλαγμα]] της ζωής.
|mltxt=[[ἀντίψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που δίνεται ως [[αντάλλαγμα]] της ζωής.
}}
}}