Anonymous

ἀνδράποδον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδράποδον''': [δρᾰ], τό, [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ καὶ πωληθεὶς ὡς [[δοῦλος]], [[εἴτε]] ἦτο ἐξ ἀρχῆς [[δοῦλος]] [[εἴτε]] μή· [[αἰχμάλωτος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ, 3. 125, 129., 5. 31, καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ: - ἡ ἐξ ἀρχῆς [[διάκρισις]] μεταξὺ ἀνδραπόδου καὶ δούλου [[εἶναι]] [[σαφής]], ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι ..., ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Ἡρόδ. 3. 125· τὰ ἀνδρ. πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Θουκ. 8. 28· τὰ ἀνδρ. τὰ δοῦλα πάντα ἀπέδοτο Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15. ΙΙ. κατήντησεν [[ὅμως]] νὰ σημαίνῃ [[ἁπλῶς]] τὸν δοῦλον, τὸν δουλικόν, ἢ τὸν δουλοπρεπῆ, Πλάτ. Γοργ. 483B, Θεάγ. 130B, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 39, πρβλ. [[ἀνδραποδώδης]]. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ἐν στίχῳ τινὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἰλ. Η. 475, ἐν τῇ Ἐπ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. ἀνδράπους) [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος προέτεινε τὴν γραφὴν ἀνδραπόδοισι· ἀλλ’ [[εἶναι]] σχεδὸν βέβαιον ὅτι ἡ [[λέξις]] ἦτο μεθομηρικὴ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ὁ [[στίχος]] ὠβελίσθη ὑπὸ Ζηνοδότου καὶ Ἀριστοφάνους. (Ὁ [[τύπος]] ἀνδραπόδεσσι ὑποδεικνύει παραγωγὴν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς καὶ [[πούς]], ἀλλὰ τό γε νῦν ἔχον οὐδὲν σαφὲς γινώσκομεν περὶ τῆς ἐτυμολογίας [[αὐτοῦ]]).
|lstext='''ἀνδράποδον''': [δρᾰ], τό, [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ καὶ πωληθεὶς ὡς [[δοῦλος]], [[εἴτε]] ἦτο ἐξ ἀρχῆς [[δοῦλος]] [[εἴτε]] μή· [[αἰχμάλωτος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ, 3. 125, 129., 5. 31, καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ: - ἡ ἐξ ἀρχῆς [[διάκρισις]] μεταξὺ ἀνδραπόδου καὶ δούλου [[εἶναι]] [[σαφής]], ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι ..., ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Ἡρόδ. 3. 125· τὰ ἀνδρ. πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Θουκ. 8. 28· τὰ ἀνδρ. τὰ δοῦλα πάντα ἀπέδοτο Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15. ΙΙ. κατήντησεν [[ὅμως]] νὰ σημαίνῃ [[ἁπλῶς]] τὸν δοῦλον, τὸν δουλικόν, ἢ τὸν δουλοπρεπῆ, Πλάτ. Γοργ. 483B, Θεάγ. 130B, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 39, πρβλ. [[ἀνδραποδώδης]]. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ἐν στίχῳ τινὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἰλ. Η. 475, ἐν τῇ Ἐπ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. ἀνδράπους) [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος προέτεινε τὴν γραφὴν ἀνδραπόδοισι· ἀλλ’ [[εἶναι]] σχεδὸν βέβαιον ὅτι ἡ [[λέξις]] ἦτο μεθομηρικὴ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ὁ [[στίχος]] ὠβελίσθη ὑπὸ Ζηνοδότου καὶ Ἀριστοφάνους. (Ὁ [[τύπος]] ἀνδραπόδεσσι ὑποδεικνύει παραγωγὴν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς καὶ [[πούς]], ἀλλὰ τό γε νῦν ἔχον οὐδὲν σαφὲς γινώσκομεν περὶ τῆς ἐτυμολογίας αὐτοῦ).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth