Anonymous

ἀλέω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  11 December 2022
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλέω''': [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. [[ἀλήλεκα]], Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[καταλέω]]), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[βίος]] ἀληλεμένος, [[βίος]] πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται [[χρῆσις]] ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ [[ἀλήθω]], [[ἀλίνω]], ἀλείατα, [[ἀλετός]], [[ἄλευρον]] (ἀλλ’ οὐχὶ [[ἄλφιτον]]), [[ἀλοάω]], ἄλως, [[ἀλωή]]˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν [[εἴλω]], [[ὅπερ]] ὑποστηρίζει καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὐλαί]] (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει [[ἴχνος]] τοῦ ϝ ἐν τῷ [[ἀλέω]] καὶ τοῖς παραγώγοις [[αὐτοῦ]] καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[ῥίζα]] δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. [[μύλη]]). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. [[ἀλέομαι]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἀλέω''': [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. [[ἀλήλεκα]], Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[καταλέω]]), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[βίος]] ἀληλεμένος, [[βίος]] πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται [[χρῆσις]] ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ [[ἀλήθω]], [[ἀλίνω]], ἀλείατα, [[ἀλετός]], [[ἄλευρον]] (ἀλλ’ οὐχὶ [[ἄλφιτον]]), [[ἀλοάω]], ἄλως, [[ἀλωή]]˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν [[εἴλω]], [[ὅπερ]] ὑποστηρίζει καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὐλαί]] (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει [[ἴχνος]] τοῦ ϝ ἐν τῷ [[ἀλέω]] καὶ τοῖς παραγώγοις αὐτοῦ καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[ῥίζα]] δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. [[μύλη]]). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. [[ἀλέομαι]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe