Anonymous

ἀλύτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας φυλάττων τὴν τάξιν, «Ἠλεῖοι... τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους, ἀλύτας καλοῦσι», Ἐτυμ. Μ. 72. 12, Λατ. lictor: ὁ ἄρχων αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀλυτάρχης, καὶ [[ἔργον]] [[αὐτοῦ]] ἦτο νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας ἐν γένει τῶν ἀγώνων, Λουκ. Ἑρμότ. 40, Συλλ. Ἐπιγρ. 3170: εὕρηται καὶ ἀλύταρχος, Μαλ. 417.
|lstext='''ἀλύτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας φυλάττων τὴν τάξιν, «Ἠλεῖοι... τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους, ἀλύτας καλοῦσι», Ἐτυμ. Μ. 72. 12, Λατ. lictor: ὁ ἄρχων αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀλυτάρχης, καὶ [[ἔργον]] αὐτοῦ ἦτο νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας ἐν γένει τῶν ἀγώνων, Λουκ. Ἑρμότ. 40, Συλλ. Ἐπιγρ. 3170: εὕρηται καὶ ἀλύταρχος, Μαλ. 417.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλύτης]], ο (Α)<br />αυτός που επέβλεπε για την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τους ολυμπιακούς αγώνες (οι [[ἀλύται]] ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία [[άποψη]] [[είναι]] πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fαλυ</i>-<i>τᾶς</i> «[[ραβδοφόρος]]» και θεωρείται [[συγγενής]] με το γοτθ. walus «[[ράβδος]]», [[καθώς]] και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική [[ράβδος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλυτάρχης]]].
|mltxt=[[ἀλύτης]], ο (Α)<br />αυτός που επέβλεπε για την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τους ολυμπιακούς αγώνες (οι [[ἀλύται]] ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία [[άποψη]] [[είναι]] πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fαλυ</i>-<i>τᾶς</i> «[[ραβδοφόρος]]» και θεωρείται [[συγγενής]] με το γοτθ. walus «[[ράβδος]]», [[καθώς]] και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική [[ράβδος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλυτάρχης]]].
}}
}}