Anonymous

ἀπαυχενίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαυχενίζω''': [[ἀποκόπτω]] τὸν λαιμόν, Διοδ. Ἐκλογ. 529. ΙΙ. [[ἀπαυχενίζω]] ταῦρον, [[δαμάζω]] ταῦρον ἕλκων [[ὀπίσω]] τὸν αὐχένα [[αὐτοῦ]], φιλόστρ. 722, 864. ΙΙΙ. [[ἀποσείω]] τὸν ζυγὸν ἀπὸ τοῦ αὐχένος, ἀπελευθεροῦμαι διὰ προσπαθείας ἢ ἀγῶνος, καθίσταμαι [[ἀνυπότακτος]], [[ἀφηνιάζω]]. Φίλων 1. 305, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. ἀπαυχένισις, εως, ἡ, ζυγοῦ Νικήτ. Χρον. 238C.
|lstext='''ἀπαυχενίζω''': [[ἀποκόπτω]] τὸν λαιμόν, Διοδ. Ἐκλογ. 529. ΙΙ. [[ἀπαυχενίζω]] ταῦρον, [[δαμάζω]] ταῦρον ἕλκων [[ὀπίσω]] τὸν αὐχένα αὐτοῦ, φιλόστρ. 722, 864. ΙΙΙ. [[ἀποσείω]] τὸν ζυγὸν ἀπὸ τοῦ αὐχένος, ἀπελευθεροῦμαι διὰ προσπαθείας ἢ ἀγῶνος, καθίσταμαι [[ἀνυπότακτος]], [[ἀφηνιάζω]]. Φίλων 1. 305, κτλ.: [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. ἀπαυχένισις, εως, ἡ, ζυγοῦ Νικήτ. Χρον. 238C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαυχενίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τον λαιμό, [[αποκεφαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[δαμάζω]] ταύρο τραβώντας τον αυχένα [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>3.</b> [[απελευθερώνω]] τον αυχένα από [[ζυγό]] ή από [[λαβή]] του αντίπαλου [[παλαιστή]].
|mltxt=[[ἀπαυχενίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τον λαιμό, [[αποκεφαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[δαμάζω]] ταύρο τραβώντας τον αυχένα [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>3.</b> [[απελευθερώνω]] τον αυχένα από [[ζυγό]] ή από [[λαβή]] του αντίπαλου [[παλαιστή]].
}}
}}