Anonymous

ἀνθράκιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθράκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄνθραξ]], [[εἶδος]] μέλανος λίθου, «τὸ [[ἀνθράκιον]], τὸ ἐξ Ὀρχομενοῦ τῆς Ἀρκαδίας· ἔστι δὲ οὖτος [[μελάντερος]] τοῦ Χίου· κάτοπτρα δ’ ἐξ [[αὐτοῦ]] ποιοῦσι» Θεοφρ. Λιθ. 33. ΙΙ. [[πύραυνος]] (μαγκάλι) ἐπὶ μικροῦ τρίποδος, Ἄλεξ. ἐν «Λημνίᾳ» 1· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνθρακιά]].
|lstext='''ἀνθράκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄνθραξ]], [[εἶδος]] μέλανος λίθου, «τὸ [[ἀνθράκιον]], τὸ ἐξ Ὀρχομενοῦ τῆς Ἀρκαδίας· ἔστι δὲ οὖτος [[μελάντερος]] τοῦ Χίου· κάτοπτρα δ’ ἐξ αὐτοῦ ποιοῦσι» Θεοφρ. Λιθ. 33. ΙΙ. [[πύραυνος]] (μαγκάλι) ἐπὶ μικροῦ τρίποδος, Ἄλεξ. ἐν «Λημνίᾳ» 1· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνθρακιά]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνθράκιον]])<br />το καρ [[βουνάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[κάρβουνο]] που χρησιμοποιείται σαν [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ορυκτό]] πυριτικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> [[εξάνθημα]], [[σπυρί]] (από την [[ασθένεια]] «[[άνθραξ]]» ή, σύμφωνα με [[άλλη]] [[γνώμη]], από ευλογιά)<br /><b>4.</b> [[μαγκάλι]].
|mltxt=το (Α [[ἀνθράκιον]])<br />το καρ [[βουνάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[κάρβουνο]] που χρησιμοποιείται σαν [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ορυκτό]] πυριτικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> [[εξάνθημα]], [[σπυρί]] (από την [[ασθένεια]] «[[άνθραξ]]» ή, σύμφωνα με [[άλλη]] [[γνώμη]], από ευλογιά)<br /><b>4.</b> [[μαγκάλι]].
}}
}}