Anonymous

ἀπουρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπουρίζω''': μέλλ. -ίσω· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ [[αὐτοῦ]]. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, [[ὅπερ]] ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.
|lstext='''ἀπουρίζω''': μέλλ. -ίσω· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, [[ὅπερ]] ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth