Anonymous

ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br />to [[spin]] out:—metaph., of an [[advocate]], [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]] [[will]] [[wind]] these things out of him, Ar.
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br />to [[spin]] out:—metaph., of an [[advocate]], αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]] [[will]] [[wind]] these things out of him, Ar.
}}
}}