Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκκόπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκρούω]], τοὺς γομφίους Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4: Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, οἱ ὀφθαλμοὶ [[αὐτοῦ]] ἐξεκρούσθησαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 342· τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος Δημ. 247. 11· ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, ἐκόπη ἡ [[φωνή]] μου, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 16. 2) [[ἀποκόπτω]] δένδρα ἐκ τοῦ δάσους (πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 1), δένδρεα Ἡρόδ. 6. 37., 9. 97· ἐκκεκόφασι δένδρα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37· [[Κῦρος]] δ’ αὐτὸν (τὸν παράδεισον) ἐξέκοψε ὁ αὐτ. Ἀν. 1.4, 10: - [[ἐντεῦθεν]], β) [[κατακόπτω]], ἐξολοθρεύω, Λατ. exscindere, τοὺς ἄνδρας Ἡρόδ. 4. 110· ἐκκ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν Δείναρχ. 105. 28, Ἰσαῖος 73. 26· τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 10, 11: - Παθ., ἡ [[θρασύτης]] ἐξεκεκοπτο Πλάτ. Χαρμ. 155C. 3) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[ἀποκρούω]], ἀπωθῶ, τὰς ἀκροβολίσεις Ξεν. Κύρ. 6.2, 15· τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 4, 26: - νικῶ ἐν κύβοις, Ἄλεξ. ἐν «Δακτυλίῳ» 2. 4) ἐκκ. θύρας, βιαίως ἀνοίγειν αὐτάς, Λυσ. 97. 1· οἰκίαν ἐκκ. Πολύβ. 4. 3, 10. 5) [[ἐκκολάπτω]], [[ἐξαλείφω]] ἐπιγραφήν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 25· οὐδενὶ ἐξέσται... [[γράμμα]] ἐκκόψαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028-9, -44· ἐκκ. τὴν χεῖρα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 30· [[ἀποκόπτω]] ὡς [[χειρουργός]], Λουκ. Κατάπλ. 24. 6) [[κόπτω]] νομίσματα, Διόδ. 11. 26. 7) παρ’ Ἐκκλ., [[ἀποχωρίζω]] τῆς κοινωνίας, [[ἀφορίζω]].
|lstext='''ἐκκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκρούω]], τοὺς γομφίους Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4: Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐξεκρούσθησαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 342· τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος Δημ. 247. 11· ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, ἐκόπη ἡ [[φωνή]] μου, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 16. 2) [[ἀποκόπτω]] δένδρα ἐκ τοῦ δάσους (πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 1), δένδρεα Ἡρόδ. 6. 37., 9. 97· ἐκκεκόφασι δένδρα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37· [[Κῦρος]] δ’ αὐτὸν (τὸν παράδεισον) ἐξέκοψε ὁ αὐτ. Ἀν. 1.4, 10: - [[ἐντεῦθεν]], β) [[κατακόπτω]], ἐξολοθρεύω, Λατ. exscindere, τοὺς ἄνδρας Ἡρόδ. 4. 110· ἐκκ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν Δείναρχ. 105. 28, Ἰσαῖος 73. 26· τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 10, 11: - Παθ., ἡ [[θρασύτης]] ἐξεκεκοπτο Πλάτ. Χαρμ. 155C. 3) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[ἀποκρούω]], ἀπωθῶ, τὰς ἀκροβολίσεις Ξεν. Κύρ. 6.2, 15· τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 4, 26: - νικῶ ἐν κύβοις, Ἄλεξ. ἐν «Δακτυλίῳ» 2. 4) ἐκκ. θύρας, βιαίως ἀνοίγειν αὐτάς, Λυσ. 97. 1· οἰκίαν ἐκκ. Πολύβ. 4. 3, 10. 5) [[ἐκκολάπτω]], [[ἐξαλείφω]] ἐπιγραφήν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 25· οὐδενὶ ἐξέσται... [[γράμμα]] ἐκκόψαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028-9, -44· ἐκκ. τὴν χεῖρα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 30· [[ἀποκόπτω]] ὡς [[χειρουργός]], Λουκ. Κατάπλ. 24. 6) [[κόπτω]] νομίσματα, Διόδ. 11. 26. 7) παρ’ Ἐκκλ., [[ἀποχωρίζω]] τῆς κοινωνίας, [[ἀφορίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR