Anonymous

ἔλδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐέλδομαι]] <i>Od</i>.1.409, 5.210<br />[[desear]], [[ansiar]], [[anhelar]] o simpl. [[buscar]] c. gen. ἐλδόμεναι πεδίοιο <i>Il</i>.23.122, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι <i>Od</i>.5.210, πλούτου Hes.<i>Op</i>.381, ὕπνοιο A.R.3.747, φιλότητος A.R.<i>Fr</i>.12.9, Opp.<i>C</i>.3.147, πολέμοιο Q.S.1.20, c. ac. κτήματα πολλά <i>Il</i>.5.481, ἑὸν [[αὐτοῦ]] χρεῖος ἐελδόμενος <i>Od</i>.1.409, c. inf. ἐξ ἔρον εἶναι <i>Il</i>.13.638, ἰδέσθαι σε <i>Od</i>.4.162, εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι Pi.<i>O</i>.1.4, ἀναδῦναι Opp.<i>H</i>.3.515, ἐλδομένοισι Κυτηίδα γαῖαν ἀμεῖψαι Orph.<i>A</i>.821, εἰς Ἀχέροντα φέρειν τὸν νέον ἐλδόμενοι <i>ITyr</i> 150, en v. pas. νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος sea deseada por ti la guerra</i>, <i>Il</i>.16.494<br /><b class="num">•</b>frec. en part. [[anhelante]] ὡς δὲ θεὸς ναύτῃσιν ἐελδομένοισιν ἔδωκεν οὖρον <i>Il</i>.7.4, cf. 7, <i>Od</i>.24.400, <i>AP</i> 9.462, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.6.17, Orph.<i>A</i>.475, Q.S.4.82, 1.272.<br /><b class="num">• Etimología:</b> La forma [[ἐέλδομαι]] sugiere una r. *<i>H1u̯el</i>- ‘[[querer]]’ con alarg. -<i>d</i>-, cf. [[ἔλπω]] c. otro alarg. y lat. <i>[[velle]]</i> sin alarg.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐέλδομαι]] <i>Od</i>.1.409, 5.210<br />[[desear]], [[ansiar]], [[anhelar]] o simpl. [[buscar]] c. gen. ἐλδόμεναι πεδίοιο <i>Il</i>.23.122, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι <i>Od</i>.5.210, πλούτου Hes.<i>Op</i>.381, ὕπνοιο A.R.3.747, φιλότητος A.R.<i>Fr</i>.12.9, Opp.<i>C</i>.3.147, πολέμοιο Q.S.1.20, c. ac. κτήματα πολλά <i>Il</i>.5.481, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος <i>Od</i>.1.409, c. inf. ἐξ ἔρον εἶναι <i>Il</i>.13.638, ἰδέσθαι σε <i>Od</i>.4.162, εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι Pi.<i>O</i>.1.4, ἀναδῦναι Opp.<i>H</i>.3.515, ἐλδομένοισι Κυτηίδα γαῖαν ἀμεῖψαι Orph.<i>A</i>.821, εἰς Ἀχέροντα φέρειν τὸν νέον ἐλδόμενοι <i>ITyr</i> 150, en v. pas. νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος sea deseada por ti la guerra</i>, <i>Il</i>.16.494<br /><b class="num">•</b>frec. en part. [[anhelante]] ὡς δὲ θεὸς ναύτῃσιν ἐελδομένοισιν ἔδωκεν οὖρον <i>Il</i>.7.4, cf. 7, <i>Od</i>.24.400, <i>AP</i> 9.462, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.6.17, Orph.<i>A</i>.475, Q.S.4.82, 1.272.<br /><b class="num">• Etimología:</b> La forma [[ἐέλδομαι]] sugiere una r. *<i>H1u̯el</i>- ‘[[querer]]’ con alarg. -<i>d</i>-, cf. [[ἔλπω]] c. otro alarg. y lat. <i>[[velle]]</i> sin alarg.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλδομαι''': καὶ [[ἐέλδομαι]], Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]], ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον [[ἅπαξ]], νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]], «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους [[ἐέλδομαι]] καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ [[βούλομαι]], κτλ., Λατ. VEL-LE).
|lstext='''ἔλδομαι''': καὶ [[ἐέλδομαι]], Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]], ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν αὐτοῦ [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον [[ἅπαξ]], νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]], «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους [[ἐέλδομαι]] καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ [[βούλομαι]], κτλ., Λατ. VEL-LE).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth