Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμφαντικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, [[ἐκφραστικός]], μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., [[ἐκφραστικός]], [[ζωηρός]], ἡ δὲ [[παράκλησις]] ἦν [[αὐτοῦ]] βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ [[αὐτός]]· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς [[εἶναι]] [[συνήθης]] δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
|lstext='''ἐμφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, [[ἐκφραστικός]], μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., [[ἐκφραστικός]], [[ζωηρός]], ἡ δὲ [[παράκλησις]] ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ [[αὐτός]]· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς [[εἶναι]] [[συνήθης]] δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμφαντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθιστά [[κάτι]] [[τελείως]] εμφανές, [[παραστατικός]], [[εκφραστικός]], [[εναργής]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[έντονος]], υπογραμμισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφαντικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με [[έμφαση]], ζωηρά, με [[δύναμη]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμφαντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθιστά [[κάτι]] [[τελείως]] εμφανές, [[παραστατικός]], [[εκφραστικός]], [[εναργής]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[έντονος]], υπογραμμισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφαντικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με [[έμφαση]], ζωηρά, με [[δύναμη]].
}}
}}