Anonymous

ἐκπιέζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ [[αὐτοῦ]] τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]].
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκπιέζω]], Α και [[ἐκπιάζω]])<br />[[αφαιρώ]] με [[πίεση]] το [[υγρό]] ([[νερό]], χυμό <b>κ.λπ.</b>) από [[κάτι]], [[στίβω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] βίαια κάποιον<br /><b>2.</b> (για έλκη) εμφανίζομαι στο [[δέρμα]].
|mltxt=(AM [[ἐκπιέζω]], Α και [[ἐκπιάζω]])<br />[[αφαιρώ]] με [[πίεση]] το [[υγρό]] ([[νερό]], χυμό <b>κ.λπ.</b>) από [[κάτι]], [[στίβω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] βίαια κάποιον<br /><b>2.</b> (για έλκη) εμφανίζομαι στο [[δέρμα]].
}}
}}