Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δερματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dermatikos
|Transliteration C=dermatikos
|Beta Code=dermatiko/s
|Beta Code=dermatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of skin]], [[like skin]], ὑμήν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>495a8</span>; of the wings of insects, <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>682b19</span>; σκέπη <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>719b5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[δερματικόν]] (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), τό, the [[money received for the sale of the hides]] of sacrificial animals, <span class="title">IG</span>2.741, <span class="bibl">Lycurg.<span class="title">Fr.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> v. [[δαλματικόν]].</span>
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[of skin]], [[like skin]], ὑμήν Arist.''HA''495a8; of the wings of insects, Id.''PA''682b19; σκέπη Id.''GA''719b5.<br><span class="bld">II</span> [[δερματικόν]] (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), τό, the [[money received for the sale of the hides]] of [[sacrificial]] [[animal]]s, ''IG''2.741, Lycurg.''Fr.''1.<br><span class="bld">III</span> v. [[δαλματικόν]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δερματικός]], -ή, -όν)<br />ο [[δερμάτινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέρμα]] του ανθρώπου<br />(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με [[δέρμα]] («ἔστι δ' ἡ [[μῆνιγξ]] ὑμὴν [[δερματικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> «[[δερματικόν]] αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το [[δημόσιο]] από την [[πώληση]] τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δερματική</i><br />η [[δαλματική]], το [[επίσημο]] [[ένδυμα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δερματικός]], -ή, -όν)<br />ο [[δερμάτινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέρμα]] του ανθρώπου<br />(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με [[δέρμα]] («ἔστι δ' ἡ [[μῆνιγξ]] ὑμὴν [[δερματικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> «[[δερματικόν]] αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το [[δημόσιο]] από την [[πώληση]] τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δερματική</i><br />η [[δαλματική]], το [[επίσημο]] [[ένδυμα]].
}}
{{trml
|trtx====[[membranous]]===
Asturian: membranosu; Catalan: membranós; French: [[membraneux]]; Galician: membranoso; Greek: [[μεμβρανώδης]]; Ancient Greek: [[ὑμενοειδής]], [[ὑμενώδης]], [[δερματικός]]; Hungarian: membranózus; Irish: scannánach, sreabhnach; Italian: [[membranoso]]; Occitan: membranós; Polish: błoniasty, błonkowaty; Portuguese: [[membranoso]]; Russian: [[мембранный]]; Spanish: [[membranoso]]
}}
}}