Anonymous

δυσχωρία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[terreno desfavorable]], [[dificultoso]] esp. ref. a desfiladeros o zonas abruptas, frec. en cont. bélico ἐν δυσχωρίᾳ op. [[ἐν ἐρυμνῷ]] X.<i>Cyr</i>.1.6.35, δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπους Onas.11.3, στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον Aeschin.3.87, δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς X.<i>HG</i> 3.5.20, ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ [[ἀναχώρησις]] οὐκ ἔσται αὐτοῖς Paus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18, τὰς δυσχωρίας διελθεῖν [[ἀμείνων]] [[ἄνθρωπος]] τοῦ ... Κενταύρου Gal.3.172, cf. X.<i>Cyr</i>.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.<i>Or</i>.1.23, Philostr.<i>VS</i> 542.<br /><b class="num">2</b> [[lugar insano o desagradable]] debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[dificultad del terreno]] ref. a diversos tipos de accidentes naturales ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ Pl.<i>Mx</i>.245e, δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, cf. D.S.17.111, ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξιν Plu.<i>Flam</i>.5, cf. X.<i>An</i>.3.5.16, πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόν D.H.15.4, cf. Hld.2.19.3, τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπται Eun.<i>VS</i> 470, αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαι Iul.<i>Or</i>.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.<i>BI</i> 3.330<br /><b class="num">•</b>[[anfractuosidad]] ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαις acumularse por fuerza en las anfractuosidades</i> el viento en los seísmos, Arist.<i>Mete</i>.368<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">2</b> gener. [[dificultad]], [[situación difícil]] διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίαν <i>SB</i> 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c, ἐν τοῖς λεγομένοις δ. Alex.Aphr.<i>Fat</i>.30, cf. Didym.<i>Gen</i>.234.2.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[terreno desfavorable]], [[terreno dificultoso]] esp. ref. a desfiladeros o zonas abruptas, frec. en cont. bélico ἐν δυσχωρίᾳ op. [[ἐν ἐρυμνῷ]] X.<i>Cyr</i>.1.6.35, δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπους Onas.11.3, στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον Aeschin.3.87, δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς X.<i>HG</i> 3.5.20, ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ [[ἀναχώρησις]] οὐκ ἔσται αὐτοῖς Paus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18, τὰς δυσχωρίας διελθεῖν [[ἀμείνων]] [[ἄνθρωπος]] τοῦ ... Κενταύρου Gal.3.172, cf. X.<i>Cyr</i>.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.<i>Or</i>.1.23, Philostr.<i>VS</i> 542.<br /><b class="num">2</b> [[lugar insano o desagradable]] debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[dificultad del terreno]] ref. a diversos tipos de accidentes naturales ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ Pl.<i>Mx</i>.245e, δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, cf. D.S.17.111, ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξιν Plu.<i>Flam</i>.5, cf. X.<i>An</i>.3.5.16, πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόν D.H.15.4, cf. Hld.2.19.3, τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπται Eun.<i>VS</i> 470, αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαι Iul.<i>Or</i>.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.<i>BI</i> 3.330<br /><b class="num">•</b>[[anfractuosidad]] ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαις acumularse por fuerza en las anfractuosidades</i> el viento en los seísmos, Arist.<i>Mete</i>.368<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">2</b> gener. [[dificultad]], [[situación difícil]] διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίαν <i>SB</i> 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c, ἐν τοῖς λεγομένοις δ. Alex.Aphr.<i>Fat</i>.30, cf. Didym.<i>Gen</i>.234.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] [[moeilijk]], [[ruw terrein]].
|elnltext=δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] [[moeilijk]], [[ruw terrein]].
}}
}}
{{elru
{{elru