Anonymous

φθίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
|Beta Code=fqi/nw
|Beta Code=fqi/nw
|Definition=v. [[φθίω]].
|Definition=v. [[φθίω]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] = [[φθίω]], w. m. s.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 18: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φθίνω:''' (ῐ и ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[кончаться]], [[миновать]], [[проходить]] (μηνῶν φθινόντων Hom.): τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο Hom. когда этот месяц кончится, а другой начнется; φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δακρυχεούσῃ Hom. ночи и дни проходят у нее в слезах; πρὸ τοῦ μηνὸς τετράδι φθίνοντος Thuc. за четыре дня до окончания месяца;<br /><b class="num">2</b> [[исчезать]], [[заходить]] (ἀστέρες, [[ὅταν]] φθίνωσιν Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[гибнуть]], [[умирать]] (νόσῳ Eur.; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος Soph.): τὸ μὲν αὐξάνεσθαι, τὸ δὲ φ. Plat. рост и убыль; φθίνοντα μαντεύμαντα Soph. прерывающиеся, т. е. неблагоприятные знамения - см. тж. [[φθίω]].
|elrutext='''φθίνω:''' (ῐ и ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[кончаться]], [[миновать]], [[проходить]] (μηνῶν φθινόντων Hom.): τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο Hom. когда этот месяц кончится, а другой начнется; φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δακρυχεούσῃ Hom. ночи и дни проходят у нее в слезах; πρὸ τοῦ μηνὸς τετράδι φθίνοντος Thuc. за четыре дня до окончания месяца;<br /><b class="num">2</b> [[исчезать]], [[заходить]] (ἀστέρες, [[ὅταν]] φθίνωσιν Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[гибнуть]], [[умирать]] (νόσῳ Eur.; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος Soph.): τὸ μὲν αὐξάνεσθαι, τὸ δὲ φ. Plat. рост и убыль; φθίνοντα μαντεύμαντα Soph. прерывающиеся, т. е. неблагоприятные знамения - см. тж. [[φθίω]].
}}
{{ls
|lstext='''φθίνω''': ἴδε ἐν λέξ. [[φθίω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>φθῐνω</b> (φθίνει: aor. ἔφθινον: med. aor. ἔφθιτο; φθιμένου, -ῳ, -ον, -ων.) [[die]] [[ὅτι]] ξένοι ἔφθινον [[ἄτερθεν]] τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ[ᾷ θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ[, φ[ . ]υνον papyri: v. [[κηληδών]]) (Pae. 8.76) met., οὐ φθίνει Κροίσου [[φιλόφρων]] ἀρετά (P. 1.94) med., φθίτο μὲν γα[ Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. [[part]]., [[dead]], [[ἐπεὶ]] τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου [[Πολυδεύκης]] Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] (I. 4.10) ἔδοξ' [[ἦρα]] καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις [[θεᾶν]] διδόμεν (I. 8.60) τηλέφαντον ὄρσαι [[γέρας]] φθιμένῳ Μελικέρτᾳ ([[varia lectio|v.l.]] ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) frag., ]τικα μιν φθιμένων [ P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.
|sltr=<b>φθῐνω</b> (φθίνει: aor. ἔφθινον: med. aor. ἔφθιτο; φθιμένου, -ῳ, -ον, -ων.) [[die]] [[ὅτι]] ξένοι ἔφθινον [[ἄτερθεν]] τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ[ᾷ θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ[, φ[ . ]υνον papyri: v. [[κηληδών]]) (Pae. 8.76) met., οὐ φθίνει Κροίσου [[φιλόφρων]] ἀρετά (P. 1.94) med., φθίτο μὲν γα[ Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. [[part]]., [[dead]], [[ἐπεὶ]] τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου [[Πολυδεύκης]] Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] (I. 4.10) ἔδοξ' [[ἦρα]] καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις [[θεᾶν]] διδόμεν (I. 8.60) τηλέφαντον ὄρσαι [[γέρας]] φθιμένῳ Μελικέρτᾳ ([[varia lectio|v.l.]] ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) frag., ]τικα μιν φθιμένων [ P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθίω]] και κρητ. τ. τ. [[ψίνω]] Α<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[προς]] το [[τέλος]], ελαττώνομαι [[συνεχώς]], [[εκλείπω]] σταδιακά (α. «φθίνουσα [[πορεία]]» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]] το [[στάδιο]] της παρακμής, [[παρακμάζω]] (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[προχωρώ]] [[προς]] τη [[χάση]] μου (α. «φθίνουσα [[σελήνη]]» — η [[φάση]] της Σελήνης από την Πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο [[τμήμα]] της ελαττώνεται [[βαθμηδόν]]<br />β. «([[σελήνη]]) αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χάνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, [[μαραζώνω]] (α. «φθίνει από τη [[στενοχώρια]] της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φθίνουσα [[πρόοδος]]»<br /><b>μαθημ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόοδος]]<br />β) «[[νόμος]] φθινουσών αποδόσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[νόμος]] της μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα [[σημείο]] και [[πέρα]] το [[μέσο]] [[προϊόν]] εργασίας αρχίζει να φθίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρες) δύω, [[βασιλεύω]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πεθαίνω]] («νόσοις ὁ [[τλήμων]]... ἔφθιτο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]] («φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (σχετικά με πρόσ.) [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι [[γόνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μόνον ο τ. [[ψίνω]] στο μέσ.) [[ψίνομαι]]<br />(για άμπελο) [[αποβάλλω]] τους καρπούς μου [[προτού]] να ωριμάσουν<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φθίνοντες</i><br />οι φυματικοί<br /><b>7.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[φθίμενος]], -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]] («κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον [[δέμας]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[φθίμενος]]<br />α) ο [[θνητός]]<br />β) ο [[νεκρός]]<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Φθιμένη</i><br />η [[προσωποποίηση]] της έννοιας της φθοράς, της καταστροφής<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «μὴν φθίνων»<br />(στο αττ. [[ημερολόγιο]]) η [[τρίτη]] και τελευταία [[δεκάδα]] ενός [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθῑνω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φθίνFω</i>, για τη [[διαλεκτική]] [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>-, [[μετά]] την [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φθᾱ</i>-<i>νω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθάνFω</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>- «[[αφανίζω]], εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] ([[συχνά]] αναφορικά [[προς]] τη [[χάση]] της σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. <i>kse</i>- / <i>ksi</i>- με σημ. «[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[χάνομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ksayah</i>, <i>ksin</i><i>ā</i><i>ti</i> κ.λ.π.). Το αρκτικό <i>ks</i>- τών αρχ. ινδ. τ. [[καθώς]] και η [[παρουσία]] στην Ελληνική τ. με αρκτικό <i>ψ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ψινάς]], [[ψίνω]], [[ψίσις]]) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]], [[φθείρω]]). Ο ενεστ. [[φθίνω]] έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-/-<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- της ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθινευμι</i> / <i>φθινῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>eu</i>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>u</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>, <i>ksinumah</i> με έρρινο [[ένθημα]] [[επίσης]]) ο [[οποίος]], με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]], έδωσε τ. <i>φθίνFω</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]). Η [[μορφή]] αυτή <i>φθίνFω</i> διατηρείται στους τ. [[φθινύω]] και [[φθινύθω]] όπου το -<i>F</i>- απαντά με τη φωνηεντική του [[μορφή]] ως -<i>υ</i>- (για το [[σύστημα]] αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>: <i>φθινῦμι</i>: <i>φθίνFω</i>: [[φθινύω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanoti</i>: <i>ἄνῡμι</i>: <i>ἄνFω</i> [> <i>ᾱνομαι</i> / <i>ἄνω</i>]: [[ἀνύω]], <b>βλ. λ.</b> [[ἀνύω]]). Το ρ. [[φθίνω]] εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, [[αλλά]] και [[κατά]] την [[κλίση]] του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>-: <i>φθῐ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθίσις]], [[φθιτός]], μέσ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>φθι</i>-<i>το</i>, μτχ. [[φθίμενος]]), <i>φθῐν</i>- από το θ. του ενεστ. (<b>πρβλ.</b> [[φθινάς]], [[φθινώδης]]), <i>φθοι</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθόη]] <span style="color: red;"><</span> <i>φθοyα</i>). Η [[μορφή]] <i>φθει</i>- της απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. του μέλλ. <i>φθείσω</i> / <i>φθείσομαι</i> και σε ορισμένους σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> <i>φθεισ</i>-<i>ήνωρ</i>), οι οποίοι όμως απαντούν [[σχεδόν]] [[παντού]] με -<i>ῑ</i>- [[αντί]] -<i>ει</i>- (<b>βλ.</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>φθισι</i>-), [[γεγονός]] που ερμηνεύεται [[είτε]] με [[βάση]] μια αρχαία [[αντικατάσταση]] της εναλλαγής -<i>ei</i>-/-<i>i</i>- της ΙΕ από μια [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>- [[είτε]] από την ιωτακιστική [[προφορά]] της διφθόγγου -<i>ει</i>-. Ωστόσο, παρλλ. [[προς]] τους τ. <i>φθῑσω</i>, <i>ἔφθῑσα</i> απαντά και τ. αορ. <i>ἔφθῐσα</i> (και στη [[συνέχεια]] και ο μέλλ. <i>φθῐσω</i>) σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. <i>φθῐνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] τών αορ. σε -<i>ισα</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]]). Τέλος, [[εκτός]] από τον ενεστώτα [[φθίνω]], απαντούν και οι τ. [[φθινύω]] (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φθινύουσι</i><br /><i>φθείρονται</i>), [[φθινύθω]], [[φθίω]] ([[χωρίς]] την [[παρέκταση]] -<i>ν</i>-<i>F</i>- του [[φθίνω]]), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. <i>φθινῶ</i>, -<i>άω</i> ή -<i>έω</i>, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με [[αφετηρία]] τους τ: μέλλ. <i>φθιν</i>-<i>ή</i>-<i>σω</i> και αόρ. <i>ἐ</i>-<i>φθίν</i>-<i>η</i>-<i>σα</i> (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>φθῐν</i>- του ενεστ. με αναλογική [[επέκταση]] -<i>η</i>-)].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθίω]] και κρητ. τ. τ. [[ψίνω]] Α<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[προς]] το [[τέλος]], ελαττώνομαι [[συνεχώς]], [[εκλείπω]] σταδιακά (α. «φθίνουσα [[πορεία]]» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]] το [[στάδιο]] της παρακμής, [[παρακμάζω]] (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[προχωρώ]] [[προς]] τη [[χάση]] μου (α. «φθίνουσα [[σελήνη]]» — η [[φάση]] της Σελήνης από την Πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο [[τμήμα]] της ελαττώνεται [[βαθμηδόν]]<br />β. «([[σελήνη]]) αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χάνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, [[μαραζώνω]] (α. «φθίνει από τη [[στενοχώρια]] της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φθίνουσα [[πρόοδος]]»<br /><b>μαθημ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόοδος]]<br />β) «[[νόμος]] φθινουσών αποδόσεων»<br /><b>(οικον.)</b> [[νόμος]] της μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα [[σημείο]] και [[πέρα]] το [[μέσο]] [[προϊόν]] εργασίας αρχίζει να φθίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρες) δύω, [[βασιλεύω]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πεθαίνω]] («νόσοις ὁ [[τλήμων]]... ἔφθιτο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[ενεργώ]] [[έτσι]] ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]] («φθίσει σε τὸ σὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (σχετικά με πρόσ.) [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι [[γόνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μόνον ο τ. [[ψίνω]] στο μέσ.) [[ψίνομαι]]<br />(για άμπελο) [[αποβάλλω]] τους καρπούς μου [[προτού]] να ωριμάσουν<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φθίνοντες</i><br />οι φυματικοί<br /><b>7.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[φθίμενος]], -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]] («κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον [[δέμας]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[φθίμενος]]<br />α) ο [[θνητός]]<br />β) ο [[νεκρός]]<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Φθιμένη</i><br />η [[προσωποποίηση]] της έννοιας της φθοράς, της καταστροφής<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «μὴν φθίνων»<br />(στο αττ. [[ημερολόγιο]]) η [[τρίτη]] και τελευταία [[δεκάδα]] ενός [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθῑνω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φθίνFω</i>, για τη [[διαλεκτική]] [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>-, [[μετά]] την [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νF</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φθᾱ</i>-<i>νω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθάνFω</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>- «[[αφανίζω]], εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] ([[συχνά]] αναφορικά [[προς]] τη [[χάση]] της σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. <i>kse</i>- / <i>ksi</i>- με σημ. «[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[χάνομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ksayah</i>, <i>ksin</i><i>ā</i><i>ti</i> κ.λ.π.). Το αρκτικό <i>ks</i>- τών αρχ. ινδ. τ. [[καθώς]] και η [[παρουσία]] στην Ελληνική τ. με αρκτικό <i>ψ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ψινάς]], [[ψίνω]], [[ψίσις]]) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]], [[φθείρω]]). Ο ενεστ. [[φθίνω]] έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-/-<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- της ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθινευμι</i> / <i>φθινῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>eu</i>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>hi</i>-<i>n</i>-<i>u</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>, <i>ksinumah</i> με έρρινο [[ένθημα]] [[επίσης]]) ο [[οποίος]], με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]], έδωσε τ. <i>φθίνFω</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. [[φθάνω]]). Η [[μορφή]] αυτή <i>φθίνFω</i> διατηρείται στους τ. [[φθινύω]] και [[φθινύθω]] όπου το -<i>F</i>- απαντά με τη φωνηεντική του [[μορφή]] ως -<i>υ</i>- (για το [[σύστημα]] αρχ. ινδ. <i>ksinoti</i>: <i>φθινῦμι</i>: <i>φθίνFω</i>: [[φθινύω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanoti</i>: <i>ἄνῡμι</i>: <i>ἄνFω</i> [> <i>ᾱνομαι</i> / <i>ἄνω</i>]: [[ἀνύω]], <b>βλ. λ.</b> [[ἀνύω]]). Το ρ. [[φθίνω]] εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, [[αλλά]] και [[κατά]] την [[κλίση]] του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>hei</i>-: <i>φθῐ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθίσις]], [[φθιτός]], μέσ. αορ. <i>ἔ</i>-<i>φθι</i>-<i>το</i>, μτχ. [[φθίμενος]]), <i>φθῐν</i>- από το θ. του ενεστ. (<b>πρβλ.</b> [[φθινάς]], [[φθινώδης]]), <i>φθοι</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[φθόη]] <span style="color: red;"><</span> <i>φθοyα</i>). Η [[μορφή]] <i>φθει</i>- της απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. του μέλλ. <i>φθείσω</i> / <i>φθείσομαι</i> και σε ορισμένους σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> <i>φθεισ</i>-<i>ήνωρ</i>), οι οποίοι όμως απαντούν [[σχεδόν]] [[παντού]] με -<i>ῑ</i>- [[αντί]] -<i>ει</i>- (<b>βλ.</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>φθισι</i>-), [[γεγονός]] που ερμηνεύεται [[είτε]] με [[βάση]] μια αρχαία [[αντικατάσταση]] της εναλλαγής -<i>ei</i>-/-<i>i</i>- της ΙΕ από μια [[εναλλαγή]] -<i>ῑ</i>-/-<i>ῐ</i>- [[είτε]] από την ιωτακιστική [[προφορά]] της διφθόγγου -<i>ει</i>-. Ωστόσο, παρλλ. [[προς]] τους τ. <i>φθῑσω</i>, <i>ἔφθῑσα</i> απαντά και τ. αορ. <i>ἔφθῐσα</i> (και στη [[συνέχεια]] και ο μέλλ. <i>φθῐσω</i>) σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. <i>φθῐνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] τών αορ. σε -<i>ισα</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]]). Τέλος, [[εκτός]] από τον ενεστώτα [[φθίνω]], απαντούν και οι τ. [[φθινύω]] (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φθινύουσι</i><br /><i>φθείρονται</i>), [[φθινύθω]], [[φθίω]] ([[χωρίς]] την [[παρέκταση]] -<i>ν</i>-<i>F</i>- του [[φθίνω]]), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. <i>φθινῶ</i>, -<i>άω</i> ή -<i>έω</i>, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με [[αφετηρία]] τους τ: μέλλ. <i>φθιν</i>-<i>ή</i>-<i>σω</i> και αόρ. <i>ἐ</i>-<i>φθίν</i>-<i>η</i>-<i>σα</i> (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>φθῐν</i>- του ενεστ. με αναλογική [[επέκταση]] -<i>η</i>-)].
}}
{{FriskDe
|ftr='''φθίνω''': intr. (seit Il.)<br />{phthínō}<br />'''Forms''': ganz ausnahmsweise trans.-kaus. (s. LSJ; auch Renehan Glotta 46, 73 [nicht einwandfrei]), [[φθινύθω]] intr. u. trans. (ep. poet. seit Il.), weitere intr. Formen: athem. Aor. ἐφθίμην, -το, -ατο, [[φθίσθαι]], [[φθίμενος]] usw. (ep. poet. seit Il.), 3. pl. [[ἔφθιθεν]] (Od., für -ίατο), akt. themat.Konj. φθίῃς (β 368; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 458), Fut. φθείσομαι (-''ī''-, s.u.; Hom.), Aor. φθίσασθαι (-ει-; Q. S.), Perf. ἔφθιται (υ 340), -ινται (A. ''Pers''. 679 [lyr.]); vom Präsens neugebildet: φθινῆσαι (Hp. ''Epid''.), -ήσω, ἐφθίνηκα (sp.); trans.-kaus.: ep. Aor. [[φθεῖσαι]] (-ι-), att. φθίσαι, them. 3. sg. ἔφθιεν (Σ 446; Chantraine 1, 393), ep. Fut. φθείσω (-ι-), att. φθίσω (-ι), Perf. ἔφθικα (Them.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[hinschwinden]], [[vergehen]], [[umkommen]] bzw. [[verschwinden machen]], [[verzehren]], [[vernichten]].<br />'''Composita''': auch m. Präfix, bes. ἀπο-, κατα-. — Verbale Rektionskompp.: 1. [[φθινόκαρπος]] [[dessen Früchte verschwunden sind]], [[ohne Früchte]] (Pi.), [[φθινόπωρον]], s. [[ὀπώρα]] (dazu Schwyzer 442); φθεισίμβροτος (φθισί-, s.u.) [[Menschen vernichtend]], φθεισήνωρ [[männerverderbend]] (ep.) u.a.<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. Vom Präsens: [[φθινάς]], -άδος [[schwindend]], [[vergehend]], [[abzehrend]], als Subst. f. [[Schwindsucht]] (Hp., S., E. u.a.); [[φθίνυλλα]] f. höhnende Anrede an eine Alte (A. ''Eq''. 935; nach den EN, vgl. Leumann Glotta 32,219 A. 3 = Kl. Schr. 245 A. 6); vgl. [[φθῖσα]]· ἡ λεπτὴ ἀπὸ φθίσεως H.; φθινάσματα (ἡλίου) pl. n. ‘das Untergehen (der Sonne)’, poet. Bildung (A. ''Pers''. 232, troch.). 2. Vom Verbalstamm: [[φθίσις]] f. [[das Schwinden]], [[Abnehmen]], [[Auszehrung]], [[Schwindsucht]] (Pi., ion. att.; vgl. zu [[φθόη]] unten) mit -ικός [[schwindsüchtig]] (Arist., Epid. IV<sup>a</sup>, hell. n. sp.), -ικεύομαι (Androm. ap. Gal.), -ιάω (Hp., Arist.) [[schwindsüchtig sein]]; φθιτοί pl., selten -ός sg., [[die Dahingeschiedenen]] (Trag., sp. Prosa), [[ἄφθιτος]] [[unvergänglich]] (ep. poet. seit Il.; vgl. unten). 3. Mit alter ''o''-Abtönung: [[φθόη]] f. [[Schwindsucht]] (att., auch Hp.; ion. hell. dafür [[φθίσις]], s. Solmsen Wortforsch. 188f.) mit -ώδης [[abzehrend]] (Paus.). Zu [[φθόϊς]], -ΐς s. bes. — Hierher noch [[Φθίη]] f. (Il. usw.) als Land der Φθίες (St. Byz.), d.h. [[der Toten]] (= φθίμενοι), eine nur mythische Örtlichkeit (Kretschmer Glotta 4, 307 f.)? Anders Cuny MSL16,323ff. (zu Θεσσαλοί; von Kretschmer Glotta 5, 310 mit Recht abgelehnt).<br />'''Etymology''': Altererbte Wortsippe, die auch im Altindischen mehrere Vertreter aufweisen kann. Dabei lassen sich mehrere Gleichungen aufstellen: [[φθίσις]] = aind. ''kṣíti''- f. [[Hinschwinden]], [[Zerstörung]] (vgl. Porzig Satzinhalte 326f.), wohl auch lat. ''sitis'' f. [[Durst]], eig. *’Hinschwinden, Verschmachten’ (W.-Hofmann s.v.; s. auch zu 2. ''situs''); [[κλέος]] ἄφθιτον (Hom.) = ''śrávaḥ'' ... ''ákṣitam'' (RV neben ''ákṣiti'' ''śrávaḥ''); auch [[φθιτός]] = ''kṣitá''- [[verfallen]], [[erschöpft]] (ved.). Auch [[φθόη]] (< *φθοια): ''kṣaya''- m. [[Verlust]], [[Zerstörung]], auch [[Auszehrung]], [[Schwindsucht]] (ep. klass.). Verbformen: [[φθινύθω]] (vgl. [[μινύθω]] und Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Schwyzer 697 f.), *φθίνϝω (> [[φθίνω]] mit ion. ι, att. ι): ''kṣi''-''ṇó''-''ti'', 1. pl. ''kṣi''-''nu''-''máḥ'' [[vernichten]], [[zerstören]], altes ''nu''-Präsens; athem. Aor. φθίτο, [[φθίμενος]] usw.: Ipv. ''kṣi''-''dhi''; sigmatischer Aor. [[φθεῖσαι]]: 2. u. 3. sg. Med. ''kṣeṣṭhāḥ'', ''kṣeṣṭa''. Aus den aind. Formen mit ''e'' aus idg. ''ei'' folgt auch für die entsprechenden griech. Formen ein urspr. ει- Diphthong, der indessen sehr früh sowohl in Schrift wie in Aussprache von ι, zunächst nach [[φθίνω]] (mit ι) ersetzt wurde; vgl. noch δῦσαι: [[δύνω]]: [[δῦναι]], [[στῆσαι]]: [[στῆναι]] u.a., ebenfalls mit kausativer Bed. der sigmatischen Formen (Schwyzer 755 f.). Im Att. trat Kürzung ein in φθίσαι, φθίσω nach dem kurzvokaligen [[φθίνω]] mit Anschluß an σχίσαι und Denominativa auf -ίσαι (zu -ίζω); s. Wackernagel Unt. 75 ff. Zur Semasiologie: wie [[φθίνω]] im Griech. wurde auch aind. ''kṣi''- (''kṣīyáte'', ''kṣīṇá''-) vom Schwinden des Mondes gebraucht (Leumann Hom. Wörter 212 A. 4). — Was aus anderen Sprachen angeführt worden ist, muß als hypothetisch betrachtet werden: aw. ''xšayō'' Inf. [[zum zu verderben]], ''aɣžō.nvamnəm'' [[sich nicht mindernd]], toch. B ''ktsaitsäññe'' [[Alter]], heth. ''zinna''-, z.B. 1.sg. ''zinnaḫḫi'' [[beendigen]], [[erledigen]], [[vernichten]] (Petersen Mél. Pedersen 471, s. noch Mayrhofer s. ''kṣiṇā́ti'' und Schwyzer 697 A. 2 m. Lit.). Zum Anlaut φθ-: aind. ''kṣ''- außer Schwyzer 326 noch Merlingen Μνήμης [[χάριν]] 2, 49 ff., auch Sprache 8, 73ff. (gegen Burrow JournAmOrSoc. 79, 85ff.; s. noch dens. ebd. 255 ff. mit unhaltbaren Kombinationen). Vgl. [[ψίνομαι]].<br />'''Page''' 2,1014-1016
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[φθίω]] (=[[λιγοστεύω]], [[χάνομαι]], [[μαραίνομαι]]). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = [[φθίνω]]. Τό [[φθίω]] μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φθινάς]] -άδος (=[[αὐτή]] πού λιγοστεύει), [[φθινόπωρον]], [[φθινοπωρινός]], [[φθινόκαρπος]], [[φθίσις]] (=[[παρακμή]], [[μαρασμός]]), [[φθισικός]] (=[[χτικιάρης]]), [[φθισιάω]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίμβροτος]], [[φθιτός]], φθιτοί (=οἱ νεκροί), [[ἄφθιτος]] (=[[ἀθάνατος]]), [[φθόη]] (=[[μαρασμός]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φθίνω:''' βλ. [[φθίω]].
|lsmtext='''φθίνω:''' βλ. [[φθίω]].
}}
}}
{{FriskDe
{{ls
|ftr='''φθίνω''': intr. (seit Il.)<br />{phthínō}<br />'''Forms''': ganz ausnahmsweise trans.-kaus. (s. LSJ; auch Renehan Glotta 46, 73 [nicht einwandfrei]), [[φθινύθω]] intr. u. trans. (ep. poet. seit Il.), weitere intr. Formen: athem. Aor. ἐφθίμην, -το, -ατο, [[φθίσθαι]], [[φθίμενος]] usw. (ep. poet. seit Il.), 3. pl. [[ἔφθιθεν]] (Od., für -ίατο), akt. themat.Konj. φθίῃς (β 368; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 458), Fut. φθείσομαι (-''ī''-, s.u.; Hom.), Aor. φθίσασθαι (-ει-; Q. S.), Perf. ἔφθιται (υ 340), -ινται (A. ''Pers''. 679 [lyr.]); vom Präsens neugebildet: φθινῆσαι (Hp. ''Epid''.), -ήσω, ἐφθίνηκα (sp.); trans.-kaus.: ep. Aor. [[φθεῖσαι]] (-ι-), att. φθίσαι, them. 3. sg. ἔφθιεν (Σ 446; Chantraine 1, 393), ep. Fut. φθείσω (-ι-), att. φθίσω (-ι), Perf. ἔφθικα (Them.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[hinschwinden]], [[vergehen]], [[umkommen]] bzw. [[verschwinden machen]], [[verzehren]], [[vernichten]].<br />'''Composita''': auch m. Präfix, bes. ἀπο-, κατα-. — Verbale Rektionskompp.: 1. [[φθινόκαρπος]] [[dessen Früchte verschwunden sind]], [[ohne Früchte]] (Pi.), [[φθινόπωρον]], s. [[ὀπώρα]] (dazu Schwyzer 442); φθεισίμβροτος (φθισί-, s.u.) [[Menschen vernichtend]], φθεισήνωρ [[männerverderbend]] (ep.) u.a.<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. Vom Präsens: [[φθινάς]], -άδος [[schwindend]], [[vergehend]], [[abzehrend]], als Subst. f. [[Schwindsucht]] (Hp., S., E. u.a.); [[φθίνυλλα]] f. höhnende Anrede an eine Alte (A. ''Eq''. 935; nach den EN, vgl. Leumann Glotta 32,219 A. 3 = Kl. Schr. 245 A. 6); vgl. [[φθῖσα]]· ἡ λεπτὴ ἀπὸ φθίσεως H.; φθινάσματα (ἡλίου) pl. n. ‘das Untergehen (der Sonne)’, poet. Bildung (A. ''Pers''. 232, troch.). 2. Vom Verbalstamm: [[φθίσις]] f. [[das Schwinden]], [[Abnehmen]], [[Auszehrung]], [[Schwindsucht]] (Pi., ion. att.; vgl. zu [[φθόη]] unten) mit -ικός [[schwindsüchtig]] (Arist., Epid. IV<sup>a</sup>, hell. n. sp.), -ικεύομαι (Androm. ap. Gal.), -ιάω (Hp., Arist.) [[schwindsüchtig sein]]; φθιτοί pl., selten -ός sg., [[die Dahingeschiedenen]] (Trag., sp. Prosa), [[ἄφθιτος]] [[unvergänglich]] (ep. poet. seit Il.; vgl. unten). 3. Mit alter ''o''-Abtönung: [[φθόη]] f. [[Schwindsucht]] (att., auch Hp.; ion. hell. dafür [[φθίσις]], s. Solmsen Wortforsch. 188f.) mit -ώδης [[abzehrend]] (Paus.). Zu [[φθόϊς]], -ΐς s. bes. — Hierher noch [[Φθίη]] f. (Il. usw.) als Land der Φθίες (St. Byz.), d.h. [[der Toten]] (= φθίμενοι), eine nur mythische Örtlichkeit (Kretschmer Glotta 4, 307 f.)? Anders Cuny MSL16,323ff. (zu Θεσσαλοί; von Kretschmer Glotta 5, 310 mit Recht abgelehnt).<br />'''Etymology''': Altererbte Wortsippe, die auch im Altindischen mehrere Vertreter aufweisen kann. Dabei lassen sich mehrere Gleichungen aufstellen: [[φθίσις]] = aind. ''kṣíti''- f. [[Hinschwinden]], [[Zerstörung]] (vgl. Porzig Satzinhalte 326f.), wohl auch lat. ''sitis'' f. [[Durst]], eig. *’Hinschwinden, Verschmachten’ (W.-Hofmann s.v.; s. auch zu 2. ''situs''); [[κλέος]] ἄφθιτον (Hom.) = ''śrávaḥ'' ... ''ákṣitam'' (RV neben ''ákṣiti'' ''śrávaḥ''); auch [[φθιτός]] = ''kṣitá''- [[verfallen]], [[erschöpft]] (ved.). Auch [[φθόη]] (< *φθοια): ''kṣaya''- m. [[Verlust]], [[Zerstörung]], auch [[Auszehrung]], [[Schwindsucht]] (ep. klass.). Verbformen: [[φθινύθω]] (vgl. [[μινύθω]] und Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Schwyzer 697 f.), *φθίνϝω (> [[φθίνω]] mit ion. ι, att. ι): ''kṣi''-''ṇó''-''ti'', 1. pl. ''kṣi''-''nu''-''máḥ'' [[vernichten]], [[zerstören]], altes ''nu''-Präsens; athem. Aor. φθίτο, [[φθίμενος]] usw.: Ipv. ''kṣi''-''dhi''; sigmatischer Aor. [[φθεῖσαι]]: 2. u. 3. sg. Med. ''kṣeṣṭhāḥ'', ''kṣeṣṭa''. Aus den aind. Formen mit ''e'' aus idg. ''ei'' folgt auch für die entsprechenden griech. Formen ein urspr. ει- Diphthong, der indessen sehr früh sowohl in Schrift wie in Aussprache von ι, zunächst nach [[φθίνω]] (mit ι) ersetzt wurde; vgl. noch δῦσαι: [[δύνω]]: [[δῦναι]], [[στῆσαι]]: [[στῆναι]] u.a., ebenfalls mit kausativer Bed. der sigmatischen Formen (Schwyzer 755 f.). Im Att. trat Kürzung ein in φθίσαι, φθίσω nach dem kurzvokaligen [[φθίνω]] mit Anschluß an σχίσαι und Denominativa auf -ίσαι (zu -ίζω); s. Wackernagel Unt. 75 ff. Zur Semasiologie: wie [[φθίνω]] im Griech. wurde auch aind. ''kṣi''- (''kṣīyáte'', ''kṣīṇá''-) vom Schwinden des Mondes gebraucht (Leumann Hom. Wörter 212 A. 4). — Was aus anderen Sprachen angeführt worden ist, muß als hypothetisch betrachtet werden: aw. ''xšayō'' Inf. [[zum zu verderben]], ''aɣžō.nvamnəm'' [[sich nicht mindernd]], toch. B ''ktsaitsäññe'' [[Alter]], heth. ''zinna''-, z.B. 1.sg. ''zinnaḫḫi'' [[beendigen]], [[erledigen]], [[vernichten]] (Petersen Mél. Pedersen 471, s. noch Mayrhofer s. ''kṣiṇā́ti'' und Schwyzer 697 A. 2 m. Lit.). Zum Anlaut φθ-: aind. ''kṣ''- außer Schwyzer 326 noch Merlingen Μνήμης [[χάριν]] 2, 49 ff., auch Sprache 8, 73ff. (gegen Burrow JournAmOrSoc. 79, 85ff.; s. noch dens. ebd. 255 ff. mit unhaltbaren Kombinationen). Vgl. [[ψίνομαι]].<br />'''Page''' 2,1014-1016
|lstext='''φθίνω''': ἴδε ἐν λέξ. [[φθίω]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{pape
|mantxt=καί [[φθίω]] (=[[λιγοστεύω]], [[χάνομαι]], [[μαραίνομαι]]). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = [[φθίνω]]. Τό [[φθίω]] μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φθινάς]] -άδος (=[[αὐτή]] πού λιγοστεύει), [[φθινόπωρον]], [[φθινοπωρινός]], [[φθινόκαρπος]], [[φθίσις]] (=[[παρακμή]], [[μαρασμός]]), [[φθισικός]] (=[[χτικιάρης]]), [[φθισιάω]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίμβροτος]], [[φθιτός]], φθιτοί (=οἱ νεκροί), [[ἄφθιτος]] (=[[ἀθάνατος]]), [[φθόη]] (=[[μαρασμός]]).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] = [[φθίω]], w. m. s.
}}
}}