Anonymous

σαλπιγκτής: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind [[σαλπικτής]] u. [[σαλπιστής]], Lob. Phryn. p. 191.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, [[Trompeter]]; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind [[σαλπικτής]] u. [[σαλπιστής]], Lob. Phryn. p. 191.
}}
{{bailly
|btext=v. [[σαλπικτής]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σαλπι(γ)κτής -οῦ, ὁ [σαλπίζω] [[trompetter]].
|elnltext=[[σαλπιγκτής]], [[σαλπικτής]] -οῦ, ὁ [[σαλπίζω]] [[trompetter]].
}}
{{elru
|elrutext='''σαλπιγκτής:''' οῦ ὁ = [[σαλπικτής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σαλπιστής]] ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και [[σαλπικτής]] και [[σαλπιγκτήρ]], -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α<br />αυτός που σαλπίζει, που παίζει [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[στρατιώτης]] του οποίου [[έργο]] [[είναι]] να σαλπίζει τα παραγγέλματα για [[έγερση]], ασκήσεις, [[ανάπαυση]], [[κατάκλιση]], [[καθώς]] και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) [[πτηνό]] με [[φωνή]] παραπλήσια [[προς]] τον ήχο της σάλπιγγας, ο [[ορχίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαλπίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σαλπίγγ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σαλπιστής]] ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και [[σαλπικτής]] και [[σαλπιγκτήρ]], -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α<br />αυτός που σαλπίζει, που παίζει [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[στρατιώτης]] του οποίου [[έργο]] [[είναι]] να σαλπίζει τα παραγγέλματα για [[έγερση]], ασκήσεις, [[ανάπαυση]], [[κατάκλιση]], [[καθώς]] και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) [[πτηνό]] με [[φωνή]] παραπλήσια [[προς]] τον ήχο της σάλπιγγας, ο [[ορχίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαλπίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σαλπίγγ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σαλπιγκτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[trumpeter]], Thuc., Xen. [from [[σάλπιγξ]]
|mdlsjtxt=[[σαλπιγκτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[trumpeter]], Thuc., Xen. [from [[σάλπιγξ]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{bailly
|btext=v. [[σαλπικτής]].
}}
{{elru
|elrutext='''σαλπιγκτής:''' οῦ ὁ = [[σαλπικτής]].
}}
{{trml
|trtx====[[trumpeter]]===
Armenian: շեփորահար, փողահար; Asturian: trompetista, trompeteru; Belarusian: трубач; Catalan: trompetista, trompeter, trompeta; Chinese Mandarin: 喇叭手; Czech: trumpetista; Danish: trompetist, trompeter; Dutch: [[trompettist]], [[trompettiste]]; Esperanto: trumpetisto; Finnish: trumpetisti; French: [[trompettiste]]; Galician: trompetista, trompeta; German: [[Trompeter]], [[Trompeterin]]; Hungarian: trombitás, kürtös, trombitajátékos; Irish: trumpadóir; Japanese: トランペッター, 喇叭手; Latin: [[bucinator]], [[aeneator]]; Norman: trompetteux; Norwegian Bokmål: trompetist; Nynorsk: trompetist; Old English: bīemere; Persian: شیپورچی‎, شیپورزن‎; Polish: trębacz, trębaczka; Portuguese: [[trompetista]], [[trombeteiro]], [[trombeta]]; Russian: [[трубач]]; Spanish: [[trompetista]], [[trompetero]], [[trompeta]]; Swedish: trumpetare
}}
}}