Anonymous

πρόσωπο: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πρόσωπον]] ΝΜΑ, πληθ. πρόσωπα και [[προσώπατα]] ΝΑ<br /><b>1.</b> το εμπρόσθιο [[μέρος]] του κεφαλιού του ανθρώπου και σπαν. τών ζώων, η [[μορφή]], το [[μούτρο]] (α. «έλαμπε το πρόσωπό του από [[χαρά]]» β. «τὸ πρόσωπόν σου νίψαι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> το πρόσθιο [[μέρος]] [[κάθε]] πράγματος, η [[πρόσοψη]] (α. «το [[πρόσωπο]] του σπιτιού» β. «κατὰ [[πρόσωπον]] της [[νεώς]]», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>3.</b> η [[επιφάνεια]], [[ιδίως]] της γης («πᾱν [[ἔθνος]] ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ [[πρόσωπον]] τῆς γῆς», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[ήρωας]] λογοτεχνικού, [[ιδίως]] θεατρικού, έργου και ο [[ρόλος]] του<br /><b>5.</b> ο [[άνθρωπος]] ως [[άτομο]] άσχετα με το [[φύλο]] και σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το ζώο και το [[πράγμα]] (α. «γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα» β. «εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου», ΠΔ)<br /><b>6.</b> η αφηρημένη [[ιδιότητα]] να [[είναι]] [[κανείς]] [[υποκείμενο]] γενικά έννομων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (α. «νομικό [[πρόσωπο]]» — [[καθετί]] που μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις<br />β. «[[φυσικό]] [[πρόσωπο]]» — ο [[άνθρωπος]])<br /><b>7.</b> <b>γραμμ.</b> [[γραμματική]] [[κατηγορία]] που δηλώνει τη [[θέση]] του ομιλητή και του ακροατή [[κατά]] την επικοινωνιακή [[πράξη]]: α' [[πρόσωπο]] που δηλώνει τον ομιλητή, β' [[πρόσωπο]], που δηλώνει τον ακροατή, γ' [[πρόσωπο]], το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]]<br /><b>8.</b> <b>θεολ.</b> οι [[τρεις]] αιώνιοι τρόποι της ύπαρξης του θεού καθ' εαυτόν και της αποκάλυψής του στον κόσμο<br /><b>9.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» — με τον προσωπικό σου μόχθο να κερδίζεις τα [[προς]] το ζην (ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόλος]] που διαδραματίζει [[κάποιος]] σε μία [[περίσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χάθηκε από το [[πρόσωπο]] της γης» — εξαφανίστηκε<br />β) «[[κατά]] [[πρόσωπο]]» — απευθείας, ενώπιον κάποιου<br />γ) «δεν έχω [[πρόσωπο]] να βγω στον κόσμο» — [[ντρέπομαι]], δεν [[τολμώ]] από [[ντροπή]]<br />δ) «δεν είδε Θεού [[πρόσωπο]]» — όλα του έρχονται [[ανάποδα]], [[τίποτε]] δεν κατόρθωσε να πετύχει<br />ε) «με τί [[πρόσωπο]] θα τον αντικρύσω» λέγεται σε περιπτώσεις [[μεγάλης]] ντροπής<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «το [[πρόσωπο]] [[είναι]] [[σπαθί]]» — εάν [[κάποιος]] ζητήσει [[κάτι]] αυτοπροσώπως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να το πετύχει<br />β) «[[κάλλιο]] κόκκινο [[πρόσωπο]] [[παρά]] μαύρη [[καρδιά]]» — [[είναι]] προτιμότερο να στενοχωρηθεί [[κανείς]] αρνούμενος [[χάρη]] που του ζητήθηκε, [[παρά]] να μετανοήσει αργότερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φυσιογνωμία]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[δεκανός]] ο [[οποίος]] θεωρείται ως [[κατοικία]] κάποιου πλανήτη<br /><b>3.</b> το [[προσωπείο]], η [[προσωπίδα]] («ὅς ἐν πομπαῑς [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου κωμάζει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτομή]] ή [[προσωπογραφία]] κάποιου<br /><b>5.</b> τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα («ποιήσασθαι μετάβασιν ἐπὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος [[ὄνομα]] καὶ [[πρόσωπον]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρόσωπον]] πόλεως» — το χαρακτηριστικό της πόλης<br />β) «oἱ ἄρτοι τοῦ προσώπου» — οι άρτοι της προθέσεως<br />γ) «[[πρόσωπον]] Κυρίου» ή «[[πρόσωπον]] Θεού» ή «[[πρόσωπον]] οὐρανοῦ» — ο Θεός<br />δ) «[[κατά]] [[πρόσωπον]]» — [[απέναντι]]<br />ε) ποιῶ τινος τὸ [[πρόσωπον]]» — [[εκπροσωπώ]], [[αντιπροσωπεύω]] κάποιον<br />στ) «[[πίπτω]] ἐπὶ [[πρόσωπον]]» — [[πέφτω]] στα γόνατα<br />ζ) «τοσόνδ' ἔχεις τόλμης [[πρόσωπον]]» — τόσο [[θρασύς]] και [[αναιδής]] είσαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[πρός]] ὦπα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[οφθαλμός]]», <b>πρβλ.</b> [[μέτωπον]], <i>εἰσῶπα</i>, <i>ἐνῶπα</i>) με σημ. «το [[μέρος]] του κεφαλιού που βρίσκεται [[μπροστά]], στην [[πλευρά]] τών ματιών» (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>and</i>-<i>augi</i>, αγγλοσαξ. <i>and</i> - <i>wlita</i>, γερμ. <i>Αntlitz</i> «όψη, [[πρόσωπο]]» <span style="color: red;"><</span> γοτθ. <i>wlitz</i> «όψη»). Η λ. <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>όψομαι</i>, μελλ. του <i>προσ</i>-<i>ορώ</i> συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>prat</i><i>ī</i><i>ka</i>- «όψη» (<span style="color: red;"><</span> <i>prati</i> = [[προτί]], τ. του [[προς]] <span style="color: red;">+</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ok</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]]», <b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]). Η ονομ. και δοτ. πληθ. [[προσώπατα]] και <i>προσώπασι</i> έχουν σχηματιστεί [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών, [[κατά]] τα [[οὔατα]] / <i>οὔασι</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>οὖς</i>). Η λ. [[πρόσωπο]](<i>ν</i>) με αρχική σημ. «το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού του ανθρώπου, η [[μορφή]], η όψη» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τον άνθρωπο γενικά ως [[άτομο]], ως [[υποκείμενο]], ως χαρακτήρα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το ζώο και το [[πράγμα]] (<b>πρβλ.</b> [[προσωπικότητα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[προσωπείο]](<i>ν</i>), [[προσωπίς]] (-<i>ίδα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωπεύομαι]], [[προσωπιάς]], [[προσωπίδιον]], [[προσώπιον]], [[προσωποῦττα]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσωπάκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[προσωπολήπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωποποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσωποειδής]], [[προσωπολεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσωπαλγία]], [[προσωπάρχης]], [[προσωπογραφία]], [[προσωποδέρνω]], [[προσωποκρατώ]], [[προσωπολάτρης]], [[προσωπολογία]], [[προσωπομετρία]], [[προσωποπαγής]]. (Β' συνθετικό) [[αμφιπρόσωπος]], [[αντιπρόσωπος]], [[απρόσωπος]], [[αυτοπρόσωπος]], [[γυναικοπρόσωπος]], [[διπρόσωπος]], [[ερυθροπρόσωπος]], [[ετεροπρόσωπος]], [[ευπρόσωπος]], [[κακοπρόσωπος]], [[μακροπρόσωπος]], [[μικροπρόσωπος]], [[μονοπρόσωπος]], [[πλατυπρόσωπος]], [[πολυπρόσωπος]], [[στενοπρόσωπος]], [[στρογγυλοπρόσωπος]], [[τερατοπρόσωπος]], [[τριπρόσωπος]], [[χαλκοπρόσωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιγοπρόσωπος]], [[αιλουροπρόσωπος]], [[αισχροπρόσωπος]], <i>ανδροπρόσωπος</i>, [[βουπρόσωπος]], [[δυσπρόσωπος]], <i>εμπρόσωπος</i>, [[επιπρόσωπος]], [[ηδυπρόσωπος]], [[θηλυπρόσωπος]], [[ιδιοπρόσωπος]], [[ιπποπρόσωπος]], [[καλλιπρόσωπος]], [[καλοπρόσωπος]], [[καραβοπρόσωπος]], [[κριοπρόσωπος]], [[κυνοπρόσωπος]], [[λεοντοπρόσωπος]], [[μουσοπρόσωπος]], [[ξενοπρόσωπος]], [[ομοιοπρόσωπος]], [[ονοπρόσωπος]], [[ορνιθοπρόσωπος]], [[ουλοπρόσωπος]], [[οφιοπρόσωπος]], [[παμπρόσωπος]], [[σκληροπρόσωπος]], [[ταυροπρόσωπος]], [[τραγοπρόσωπος]], [[χρυσοπρόσωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αβροπρόσωπος</i>, [[αγγελοπρόσωπος]], [[αγριοπρόσωπος]], <i>αδροπρόσωπος</i>, <i>ασκημοπρόσωπος</i>, [[ασπροπρόσωπος]], <i>αχνοπρόσωπος</i>, [[διπλοπρόσωπος]], [[εκπρόσωπος]], [[κοκκινοπρόσωπος]], <i>κρινοπρόσωπος</i>, [[λευκοπρόσωπος]], [[μαλακοπρόσωπος]], <i>μαυροπρόσωπος</i>, <i>μεγαλοπρόσωπος</i>, <i>ξανθοπρόσωπος</i>, <i>ολιγοπρόσωπος</i>, <i>ομορφοπρόσωπος</i>, [[ταυτοπρόσωπος]], [[τριτοπρόσωπος]], [[φεγγαροπρόσωπος]], <i>φιλοπρόσωπος</i>, [[χαριτοπρόσωπος]], [[ωραιοπρόσωπος]], [[ωχροπρόσωπος]]].
|mltxt=το / [[πρόσωπον]] ΝΜΑ, πληθ. πρόσωπα και [[προσώπατα]] ΝΑ<br /><b>1.</b> το εμπρόσθιο [[μέρος]] του κεφαλιού του ανθρώπου και σπαν. τών ζώων, η [[μορφή]], το [[μούτρο]] (α. «έλαμπε το πρόσωπό του από [[χαρά]]» β. «τὸ πρόσωπόν σου νίψαι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> το πρόσθιο [[μέρος]] [[κάθε]] πράγματος, η [[πρόσοψη]] (α. «το [[πρόσωπο]] του σπιτιού» β. «κατὰ [[πρόσωπον]] της [[νεώς]]», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>3.</b> η [[επιφάνεια]], [[ιδίως]] της γης («πᾱν [[ἔθνος]] ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ [[πρόσωπον]] τῆς γῆς», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[ήρωας]] λογοτεχνικού, [[ιδίως]] θεατρικού, έργου και ο [[ρόλος]] του<br /><b>5.</b> ο [[άνθρωπος]] ως [[άτομο]] άσχετα με το [[φύλο]] και σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το ζώο και το [[πράγμα]] (α. «γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα» β. «εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου», ΠΔ)<br /><b>6.</b> η αφηρημένη [[ιδιότητα]] να [[είναι]] [[κανείς]] [[υποκείμενο]] γενικά έννομων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (α. «νομικό [[πρόσωπο]]» — [[καθετί]] που μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις<br />β. «[[φυσικό]] [[πρόσωπο]]» — ο [[άνθρωπος]])<br /><b>7.</b> <b>γραμμ.</b> [[γραμματική]] [[κατηγορία]] που δηλώνει τη [[θέση]] του ομιλητή και του ακροατή [[κατά]] την επικοινωνιακή [[πράξη]]: α' [[πρόσωπο]] που δηλώνει τον ομιλητή, β' [[πρόσωπο]], που δηλώνει τον ακροατή, γ' [[πρόσωπο]], το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]]<br /><b>8.</b> <b>θεολ.</b> οι [[τρεις]] αιώνιοι τρόποι της ύπαρξης του θεού καθ' εαυτόν και της αποκάλυψής του στον κόσμο<br /><b>9.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» — με τον προσωπικό σου μόχθο να κερδίζεις τα [[προς]] το ζην (ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόλος]] που διαδραματίζει [[κάποιος]] σε μία [[περίσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χάθηκε από το [[πρόσωπο]] της γης» — εξαφανίστηκε<br />β) «[[κατά]] [[πρόσωπο]]» — απευθείας, ενώπιον κάποιου<br />γ) «δεν έχω [[πρόσωπο]] να βγω στον κόσμο» — [[ντρέπομαι]], δεν [[τολμώ]] από [[ντροπή]]<br />δ) «δεν είδε Θεού [[πρόσωπο]]» — όλα του έρχονται [[ανάποδα]], [[τίποτε]] δεν κατόρθωσε να πετύχει<br />ε) «με τί [[πρόσωπο]] θα τον αντικρύσω» λέγεται σε περιπτώσεις [[μεγάλης]] ντροπής<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «το [[πρόσωπο]] [[είναι]] [[σπαθί]]» — εάν [[κάποιος]] ζητήσει [[κάτι]] αυτοπροσώπως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να το πετύχει<br />β) «[[κάλλιο]] κόκκινο [[πρόσωπο]] [[παρά]] μαύρη [[καρδιά]]» — [[είναι]] προτιμότερο να στενοχωρηθεί [[κανείς]] αρνούμενος [[χάρη]] που του ζητήθηκε, [[παρά]] να μετανοήσει αργότερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φυσιογνωμία]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[δεκανός]] ο [[οποίος]] θεωρείται ως [[κατοικία]] κάποιου πλανήτη<br /><b>3.</b> το [[προσωπείο]], η [[προσωπίδα]] («ὅς ἐν πομπαῑς [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου κωμάζει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτομή]] ή [[προσωπογραφία]] κάποιου<br /><b>5.</b> τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα («ποιήσασθαι μετάβασιν ἐπὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος [[ὄνομα]] καὶ [[πρόσωπον]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρόσωπον]] πόλεως» — το χαρακτηριστικό της πόλης<br />β) «oἱ ἄρτοι τοῦ προσώπου» — οι άρτοι της προθέσεως<br />γ) «[[πρόσωπον]] Κυρίου» ή «[[πρόσωπον]] Θεού» ή «[[πρόσωπον]] οὐρανοῦ» — ο Θεός<br />δ) «[[κατά]] [[πρόσωπον]]» — [[απέναντι]]<br />ε) ποιῶ τινος τὸ [[πρόσωπον]]» — [[εκπροσωπώ]], [[αντιπροσωπεύω]] κάποιον<br />στ) «[[πίπτω]] ἐπὶ [[πρόσωπον]]» — [[πέφτω]] στα γόνατα<br />ζ) «τοσόνδ' ἔχεις τόλμης [[πρόσωπον]]» — τόσο [[θρασύς]] και [[αναιδής]] είσαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[πρός]] ὦπα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[οφθαλμός]]», <b>πρβλ.</b> [[μέτωπον]], <i>εἰσῶπα</i>, <i>ἐνῶπα</i>) με σημ. «το [[μέρος]] του κεφαλιού που βρίσκεται [[μπροστά]], στην [[πλευρά]] τών ματιών» (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>and</i>-<i>augi</i>, αγγλοσαξ. <i>and</i> - <i>wlita</i>, γερμ. <i>Αntlitz</i> «όψη, [[πρόσωπο]]» <span style="color: red;"><</span> γοτθ. <i>wlitz</i> «όψη»). Η λ. <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-<i>όψομαι</i>, μελλ. του <i>προσ</i>-<i>ορώ</i> συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>prat</i><i>ī</i><i>ka</i>- «όψη» (<span style="color: red;"><</span> <i>prati</i> = [[προτί]], τ. του [[προς]] <span style="color: red;">+</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ok</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]]», <b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]). Η ονομ. και δοτ. πληθ. [[προσώπατα]] και <i>προσώπασι</i> έχουν σχηματιστεί [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών, [[κατά]] τα [[οὔατα]] / <i>οὔασι</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>οὖς</i>). Η λ. [[πρόσωπο]](<i>ν</i>) με αρχική σημ. «το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού του ανθρώπου, η [[μορφή]], η όψη» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τον άνθρωπο γενικά ως [[άτομο]], ως [[υποκείμενο]], ως χαρακτήρα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το ζώο και το [[πράγμα]] (<b>πρβλ.</b> [[προσωπικότητα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[προσωπείο]](<i>ν</i>), [[προσωπίς]] (-<i>ίδα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωπεύομαι]], [[προσωπιάς]], [[προσωπίδιον]], [[προσώπιον]], [[προσωποῦττα]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσωπάκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[προσωπολήπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωποποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσωποειδής]], [[προσωπολεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσωπαλγία]], [[προσωπάρχης]], [[προσωπογραφία]], [[προσωποδέρνω]], [[προσωποκρατώ]], [[προσωπολάτρης]], [[προσωπολογία]], [[προσωπομετρία]], [[προσωποπαγής]]. (Β' συνθετικό) [[αμφιπρόσωπος]], [[αντιπρόσωπος]], [[απρόσωπος]], [[αυτοπρόσωπος]], [[γυναικοπρόσωπος]], [[διπρόσωπος]], [[ερυθροπρόσωπος]], [[ετεροπρόσωπος]], [[ευπρόσωπος]], [[κακοπρόσωπος]], [[μακροπρόσωπος]], [[μικροπρόσωπος]], [[μονοπρόσωπος]], [[πλατυπρόσωπος]], [[πολυπρόσωπος]], [[στενοπρόσωπος]], [[στρογγυλοπρόσωπος]], [[τερατοπρόσωπος]], [[τριπρόσωπος]], [[χαλκοπρόσωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιγοπρόσωπος]], [[αιλουροπρόσωπος]], [[αισχροπρόσωπος]], <i>ανδροπρόσωπος</i>, [[βουπρόσωπος]], [[δυσπρόσωπος]], <i>εμπρόσωπος</i>, [[επιπρόσωπος]], [[ηδυπρόσωπος]], [[θηλυπρόσωπος]], [[ιδιοπρόσωπος]], [[ιπποπρόσωπος]], [[καλλιπρόσωπος]], [[καλοπρόσωπος]], [[καραβοπρόσωπος]], [[κριοπρόσωπος]], [[κυνοπρόσωπος]], [[λεοντοπρόσωπος]], [[μουσοπρόσωπος]], [[ξενοπρόσωπος]], [[ομοιοπρόσωπος]], [[ονοπρόσωπος]], [[ορνιθοπρόσωπος]], [[ουλοπρόσωπος]], [[οφιοπρόσωπος]], [[παμπρόσωπος]], [[σκληροπρόσωπος]], [[ταυροπρόσωπος]], [[τραγοπρόσωπος]], [[χρυσοπρόσωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αβροπρόσωπος</i>, [[αγγελοπρόσωπος]], [[αγριοπρόσωπος]], <i>αδροπρόσωπος</i>, <i>ασκημοπρόσωπος</i>, [[ασπροπρόσωπος]], <i>αχνοπρόσωπος</i>, [[διπλοπρόσωπος]], [[εκπρόσωπος]], [[κοκκινοπρόσωπος]], <i>κρινοπρόσωπος</i>, [[λευκοπρόσωπος]], [[μαλακοπρόσωπος]], <i>μαυροπρόσωπος</i>, <i>μεγαλοπρόσωπος</i>, <i>ξανθοπρόσωπος</i>, <i>ολιγοπρόσωπος</i>, <i>ομορφοπρόσωπος</i>, [[ταυτοπρόσωπος]], [[τριτοπρόσωπος]], [[φεγγαροπρόσωπος]], <i>φιλοπρόσωπος</i>, [[χαριτοπρόσωπος]], [[ωραιοπρόσωπος]], [[ωχροπρόσωπος]]].
}}
{{trml
|trtx====[[face]]===
Abkhaz: аҿы, ахаҿы; Acehnese: rupa, muka; Adyghe: напэ, нэгу; Afan Oromo: fuula; Afrikaans: gesig; Ainu: ナン; Albanian: fytyrë; Alviri-Vidari: دیم‎; Amharic: ፊት; Apache Western Apache: bínii'; Arabic: وَجْه‎, مُحَيًّا‎; Egyptian Arabic: وش‎, وشوش‎; Gulf Arabic: ويه‎; Hijazi Arabic: وجه‎; Iraqi Arabic: وچ‎; North Levantine Arabic: وج‎, وش‎; Moroccan Arabic: وجه‎; Aramaic Classical Syriac: ܦܐܬܐ‎; Armenian: երես, դեմք; Aromanian: fatsã; Assamese: মুখ, মুহ; Asturian: cara, rostru; Avar: гьумер; Azerbaijani: üz, çöhrə, sifət, sima, bəniz; Baluchi: دیم‎; Bashkir: бит, йөҙ; Basque: aurpegi; Belarusian: твар, аблі́чча, ліцо; Bezhta: мотӏо; Bikol Central Bikol Legazpi: pandok; Bikol Naga: lalawgon; Bengali: মুখ; Breton: dremm, eneb; Bulgarian: лице; Burmese: မျက်နှာ; Buryat: нюур; Catalan: cara, faç, visatge; Cebuano: nawong; Central Atlas Tamazight: ⵓⴷⵎ, ⴰⵖⵎⴱⵓⴱ; Chadong: na²; Chamicuro: takano; Chechen: йуьхь, юьхь; Cherokee: ᎤᎧᏛᎢ; Chichewa: nkhope; Chinese Cantonese: 面, 臉, 脸; Dungan: лян; Hakka: 面; Mandarin: 臉, 脸, 面, 面孔; Min Dong: 面; Min Nan: 臉, 脸, 面; Wu: 面孔, 面顴, 面颧; Chuvash: пит; Classical Nahuatl: īxtli, xāyacatl; Coptic: ϩⲟ, ⲡⲣⲟⲥⲟⲡⲟⲛ; Cornish: enep; Crimean Tatar: bet, yüz; Czech: tvář, obličej; Danish: ansigt; Dhivehi: މޫނު‎; Dutch: [[gezicht]], [[aangezicht]], [[gelaat]]; Erzya: чама; Esperanto: vizaĝo; Estonian: nägu; Evenki: дэрэ; Faroese: andlit; Finnish: kasvot, naama, pärstä; French: [[visage]], [[figure]], [[face]]; Old French: vis, visage, viaire, face; Friulian: face; Galician: cara, faciana, face, rosto, carís; Georgian: სახე; German: [[Gesicht]], [[Angesicht]], [[Antlitz]], [[Visage]]; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌿𐌲𐌹, 𐍅𐌻𐌹𐍄𐍃, 𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: [[πρόσωπο]]; Ancient Greek: [[πρόσωπον]]; Greenlandic: kiinaq; Guaraní: tova; Gujarati: મુખ; Haitian Creole: figi; Hawaiian: maka, helehelena; Hebrew: פָּנִים‎, פַּרְצוּף‎; Hindi: चेहरा, मुखड़ा, मुख; Hungarian: arc; Hunsrik: Gesicht; Icelandic: andlit; Ido: vizajo; Indonesian: muka, wajah, paras, rupa; Sundanese: rarai, benget; Ingrian: liittsa, naama; Ingush: юхь; Irish: aghaidh, éadan, gnúis; Isnag: muxing; Italian: [[faccia]], [[viso]], [[volto]]; Japanese: 顔, 面; Javanese: rai, pasuryan, rupa, dhapur; K'iche': palaj; Kalmyk: чирә; Kannada: ಆನನ, ಮುಖ; Karelian: rožat, silmät; Kashubian: skarń, twôrz; Kazakh: бет, жүз, шырай; Khmer: មុខ; Khowar: موخ‎; Komi-Permyak: чужӧм; Korean: 얼굴; Kuna: wagar; Kurdish Central Kurdish: دەموچاو‎; Northern Kurdish: rû, serçav, dêm; Kyrgyz: бет; Lao: ໜ້າ; Latgalian: vaigs; Latin: [[facies]], [[vultus]]; Latvian: seja; Lingao: na³; Lithuanian: veidas; Low German: Gesicht; Luxembourgish: Gesiicht; Lü: ᦐᦱᧉ; Macedonian: лице, лик; Maguindanao: paras, sangur; Malagasy: tarehy; Malay: muka, wajah; Malayalam: മുഖം; Maltese: wiċċ; Manchu: ᡩᡝᡵᡝ; Manx: eddin; Maori: kanohi; Maranao: paras, sangor; Marathi: चेहरा, तोंड; Mari Eastern Mari: шӱргӧ, чурий; Mazanderani: دیم‎; Mohawk: okónhsaʼ; Moksha: шама; Mongolian: нүүр, царай; Nanai: дэрэл; Navajo: aniiʼ; Nepali: मोहडा, अनुहार; Norman: fache; Norwegian: ansikt, fjes; Nynorsk: andlet; Occitan: fàcia, cara, visatge; Ojibwe: indengwaan; Okinawan: ちらー; Old Church Slavonic: лице, ликъ; Old East Slavic: лицо, лице, ликъ; Old English: ansīen, andwlita, nebb; Old Norse: andlit; Old Prussian: prusna; Old Tupi: obá; Oriya: ମୁଖ; Oromo: fuula; Ossetian: цӕсгом; Ottoman Turkish: جبهه‎, چهره‎, وجه‎, یوز‎, رو‎; Pali: mukha; Pashto: مخ‎; Persian: صورت‎, روی‎, رخ‎, چهره‎, دیم‎; Pipil: -īshkalyu; Polish: twarz, oblicze, lico, lice; Portuguese: [[face]], [[rosto]], [[cara]]; Punjabi: ਮੂੰਹ; Quechua: uya; Romagnol: fàza; Romani: muj; Romanian: față; Romansch: fatscha; Russian: [[лицо]], [[лик]], [[физиономия]], [[обличье]]; Saanich: S¸OŦES; Sami Inari: muáđuh; Northern: muođut, ámadadju; Skolt: muâđ; Southern: ååredæjja; Sanskrit: अनीक, मुख, वदनम्; Sardinian: cara, care fache, fachi, face, fàcia, fatza, faci; Scottish Gaelic: aghaidh, aodann, gnùis; Serbo-Croatian Cyrillic: лице; Roman: líce; Shona: uso, kumeso; Shor: чӱс, шырай; Sicilian: facci; Silesian: gymba; Sinhalese: මුහුණ, මූණ; Slovak: tvár, obličaj; Slovene: obraz, lice; Somali: weji; Sorbian Lower Sorbian: woblico; Upper Sorbian: wobličo; Sotho: sefahleho; Southern Pomo: huʔ:uy; Spanish: [[cara]], [[faz]], [[rostro]], [[jeta]]; Swahili: uso; Swedish: ansikte, anlete, fjäs, nuna; Sylheti: ꠝꠥꠈ; Tagalog: mukha; Tajik: рӯй, рӯ, чеҳра, рӯ, афт, андом, башара; Tamil: முகம், மூஞ்சி; Tatar: бит, йөз; Telugu: ముఖము; Thai: หน้า; Tibetan: གདོང་པ; Tigrinya: ገጽ; Tocharian B: särwāna; Tuareg: udǝm; Turkish: yüz, çehre; Turkmen: ýüz; Tuvan: арын; Udmurt: бам; Ugaritic: 𐎔𐎐; Ukrainian: обличчя, лице; Urdu: چہرہ‎, مکھ‎, مکھڑا‎; Uyghur: يۈز‎; Uzbek: yuz; Venetian: faça, fasa, facia, faẑa; Vietnamese: mặt; Votic: ńako; Walloon: vizaedje, figueure; Welsh: wyneb; West Frisian: gesicht; White Hmong: ntsej muag; Yakut: сирэй; Yiddish: פּנים‎, צורה‎, געזיכט‎; Yucatec Maya: ich; Zazaki: ri, rı, wec, sifet, çehre, suret; Zhuang: naj; Zulu: ubuso; ǃXóõ: sàʻã
}}
}}