Anonymous

ἀδιακόντιστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invulnérable aux traits.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διακοντίζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />[[invulnérable aux traits]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διακοντίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιακόντιστος''': -ον, ὃν οὐδὲν [[ἀκόντιον]] δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[ἀναίσθητος]], ἄτρωτος.
|lstext='''ἀδιακόντιστος''': -ον, ὃν οὐδὲν [[ἀκόντιον]] δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[ἀναίσθητος]], ἄτρωτος.
}}
}}