Anonymous

ἄμαθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amathos
|Transliteration C=amathos
|Beta Code=a)/maqos
|Beta Code=a)/maqos
|Definition=[ᾰμ], ἡ, Ep. form of [[ἄμμος]], [[sand]], Il.5.587, A.R.4.1239, etc.: pl., [[ἄμαθοι]] = [[stretch]] of [[sand]], sands, [[dune]]s by the [[sea]], h.Ap.439; generally, [[sandy]] [[soil]], Nic.Th.262. (Dist. by Gramm., e.g. Sch.Il.9.384, from [[ψάμμος]] as [[dust]] from [[sea]]-[[sand]], but prob. wrongly:—[[ἄμαθος]] is for [[ἅμαθος]], i. e. [[σάμαθος]], cf. [[sand]]; cf. Ηαμαθό̄ι, name of [[Nereid]], Schwyzer122.7, Corinthian vase at Caere).
|Definition=[ᾰμ], ἡ, Ep. form of [[ἄμμος]], [[sand]], Il.5.587, A.R.4.1239, etc.: pl., [[ἄμαθοι]] = [[stretch]] of [[sand]], sands, [[dune]]s by the [[sea]], h.Ap.439; generally, [[sandy]] [[soil]], Nic.Th.262. (Dist. by Gramm., e.g. Sch.Il.9.384, from [[ψάμμος]] as [[dust]] from [[sea]]-[[sand]], but prob. wrongly:—[[ἄμαθος]] is for [[ἅμαθος]], i.e. [[σάμαθος]], cf. [[sand]]; cf. Ηαμαθό̄ι, name of [[Nereid]], Schwyzer122.7, Corinthian vase at Caere).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄμᾰθος:''' (ᾰμ) ἡ песок, песчаная почва Hom.: ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο [[νηῦς]] HH корабль врезался в песчаный берег.
|elrutext='''ἄμᾰθος:''' (ᾰμ) ἡ [[песок]], [[песчаная почва]] Hom.: ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο [[νηῦς]] HH корабль врезался в песчаный берег.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» ([[πρβλ]]. και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» ([[πρβλ]]. και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῖτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm