Anonymous

δεκατεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=δεκατεύω
|Full diacritics=δεκᾰτεύω
|Medium diacritics=δεκατεύω
|Medium diacritics=δεκατεύω
|Low diacritics=δεκατεύω
|Low diacritics=δεκατεύω
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen ( eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.
|elnltext=δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen ( eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls