Anonymous

χάρις: Difference between revisions

From LSJ
12,868 bytes added ,  11 January 2023
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιτος, η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χάρη]].
|mltxt=η / [[χάρις]], -ιτος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[χάρις]], -ιτος, Ν<br /><b>1.</b> θελκτική [[ιδιότητα]], [[θέλγητρο]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ωραιότητα]], [[λαμπρότητα]]<br /><b>3.</b> [[παροχή]] υπηρεσίας, [[εξυπηρέτηση]], [[ευεργεσία]] που γίνεται από [[εύνοια]] (α. «κάνε μου τη [[χάρη]] να έρθεις από το [[σπίτι]]» β. «εἰ δὲ τις [[μείζων]] [[χάρις]], πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ευγνωμοσύνη]], [[ευχαριστία]] που οφείλει [[κανείς]] σε κάποιον για μια [[εξυπηρέτηση]] ή [[ευεργεσία]] που του έκανε (α. «θα του [[χρωστώ]] [[χάρη]] για όλη μου τη ζωή» β. «[[μέχρι]] δὲ τούτου θεοῖσι [[εἰδέναι]] [[χάριν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> η εκ μέρους του Θεού [[εκδήλωση]] εύνοιας και ανιδιοτελούς αγάπης [[προς]] τον άνθρωπο για τη [[σωτηρία]] του (α. «[[μεγάλη]] η [[χάρη]] Του» β. «ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br /><b>6.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Χάριτες</i><br /><b>μυθ.</b> θεότητες [[στενά]] συνδεδεμένες με την [[ανθοφορία]] και την [[γονιμότητα]] της φύσης, θεότητες που συμβόλιζαν [[κάθε]] [[πηγή]] χαράς και τέρψης και οι οποίες, [[κατά]] τον Ησίοδο, ήταν η Αγλαΐα, η Ευφροσύνη και η Θάλεια<br /><b>7.</b> (η αιτ. εν. [[χάρη]] και [[χάριν]] με γεν. ως πρόθ.) [[προς]] όφελος, [[προς]] [[ευχαρίστηση]], [[υπέρ]] (α. «[[χάρη]] της πατρίδας» β. «[[χάριν]] Ἕκτορος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (η αιτ. εν. με γεν. ως πρόθ.) για, εξαιτίας (α. «[[χάριν]] αστεϊσμού το [[είπα]]» β. «ἔπους σμικροῦ [[χάριν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προτέρημα]], [[προσόν]], [[αρετή]] («έχει κρυφές χάρες»)<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεροληψία]], [[ρουσφέτι]] («δεν του αρέσει να κάνει χάρες»)<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> [[πράξη]] του ανώτατου άρχοντα της χώρας με την οποία αίρεται, μετατρέπεται ή μετριάζεται αμετάκλητη [[ποινή]] που έχει επιβληθεί από δικαστήριο<br /><b>4.</b> [[προθεσμία]] (α. «[[δάνειο]] με περίοδο [[χάριτος]] [[δώδεκα]] μηνών» β. «η [[περίοδος]] [[χάριτος]] που έδωσε η [[αντιπολίτευση]] στην [[κυβέρνηση]] έληξε»)<br /><b>5.</b> (ειδικά) <b>ναυτ.</b> ολιγοήμερη [[προθεσμία]] που μπορεί να χορηγηθεί, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, στα εχθρικά εμπορικά πλοία [[κατά]] την [[κήρυξη]] πολέμου ή [[κατά]] την [[έναρξη]] εχθροπραξιών, για να αποπλεύσουν σε οποιοδήποτε [[λιμάνι]]<br /><b>6.</b> η ελάχιστη [[διαφορά]] διαστάσεων («άφησέ το μια [[χάρη]] μακρύτερο»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάρη]] σε...»<br />i) με τη [[βοήθεια]]... («[[χάρη]] σε [[σένα]] σωθήκαμε»)<br />ii) λόγω («[[χάρη]] στην ετοιμότητά του κατόρθωσε να διασωθεί»)<br />β) «για [[χάρη]] σου» ή «[[προς]] [[χάριν]] σου» — για να σέ ευχαριστήσω, για το [[χατίρι]] σου<br />γ) «[[κατά]] [[χάριν]]» — [[χαριστικά]]<br />δ) «κάνε μου τη [[χάρη]] να...» — σέ [[παρακαλώ]] να...<br />ε) «[για] κάνε μου τη [[χάρη]]!» — λέγεται ως απειλητική ή επιτιμητική [[έκφραση]]<br />στ) «παραδείγματος [ή λόγου] [[χάριν]]» ή «λογουχάρη» — για να [[αναφέρω]] ένα [[παράδειγμα]]<br />ζ) «έχε [[χάρη]] που...» — να χρωστάς [[ευγνωμοσύνη]] που...<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «η [[χάρη]] θέλει [[αντίχαρη]]» — δηλώνει ότι η [[ευεργεσία]] [[πρέπει]] να ανταποδίδεται<br />β) «για [[χάρη]] του βασιλικού ποτίζεται και η [[γλάστρα]]» — <b>βλ.</b> [[βασιλικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ονομασία]] κυπαρισσιού («διττὸν αἱ κυπάρισσοι [[ὄνομα]] ἔχουσι, χάριτες μὲν διὰ τὴν τέρψιν, κυπάρισσοι δὲ διὰ τὸ κύειν καὶ φύειν παρίσους του τε κλάδους καὶ τοὺς καρπούς», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόξα]]<br /><b>2.</b> [[ευμένεια]] («τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθείς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[πράξη]] ή η [[ένδειξη]] εύνοιας<br /><b>4.</b> (γενικά) [[καθετί]] το ευχάριστο και επιθυμητό σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]], [[χαρά]] («οὐδεμίαν τῷ βίῳ [[χάριν]] ἔχω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (ειδικά) ερωτική [[απόλαυση]], [[ηδονή]] («χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> ερωτικό [[φίλτρο]]<br /><b>8.</b> (σχετικά με θεσμούς) [[σεβασμός]], [[πίστη]] («βέβακε δ' ὅρκων [[χάρις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (σχετικά με θεότητες) α) [[λατρεία]]<br />β) ευχαριστήρια [[προσφορά]] («τοῦ κατὰ χθονὸς Διὸς νεκρῶν σωτῆρος εὐκταίαν [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>10.</b> (για θεότητες) [[μεγαλοπρέπεια]], [[μεγαλείο]]<br /><b>11.</b> [[είδος]] μυρτιάς<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Χάρις</i><br />η [[σύζυγος]] του Ηφαίστου<br /><b>13.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χάρις]]<br />[[θῦμα]] ἐκ τριῶν ποπάνων συγκείμενον»<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] ἔχω τινί τίνος [ή [[πρός]] τινα]» — [[αισθάνομαι]] [[ευγνωμοσύνη]] [[προς]] κάποιον για [[κάτι]]<br />β) «[[χάριν]] κατατίθεμαί τινι» — [[ευεργετώ]] κάποιον αποκτώντας [[έτσι]] την [[ευγνωμοσύνη]] του<br />γ) «[[χάριν]] [[λαμβάνω]] [ή κτῶμαι ή [[ἀπέχω]] ή [[κομίζω]]]» — ανταμείβομαι<br />δ) «[[χάρις]] [ἐστί] τινι ὅτι...» και «[[χάρις]] τινὶ [[ὑπέρ]] τινος» — οφείλεται [[ευγνωμοσύνη]] σε κάποιον [[γιατί]]...<br />ε) «[[χάριν]] [[φέρω]] [ή [[τίθημι]] ή [[παρέχω]] ή [[πράττω]]]» — [[κάνω]] [[κάτι]] ευχάριστο<br />στ) «[[χάριν]] δίδωμί τινι» — [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]]<br />ζ) «[[χάριν]] ἀποστερῶ» — δεν [[ανταποδίδω]] την [[ευεργεσία]] που έλαβα<br />η) «[[χάρις]] [[ἄχαρις]]» — [[εύνοια]] που δεν λαμβάνει [[ευγνωμοσύνη]] ή [[είναι]] ανάξια ευγνωμοσύνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χάρις]] αποτελεί παρ. του ρ. [[χαίρω]], [[δηλαδή]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]) με την αρχαϊκή κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἄγυρ</i>-<i>ις</i> από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[ἀγείρω]]) και θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. αρμ. <i>jir</i> «[[δώρο]], [[χάρισμα]], [[χάρη]]», το οποίο ανάγεται σε διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]] (<i>gh</i><i>ē</i><i>r</i>-<i>i</i>-) της ρίζας. Σύμφωνα με αυτά, θα [[πρέπει]] να γίνει [[δεκτή]] ως αρχική μια γενική σημ. «[[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]], [[χαρά]]», από την οποία προήλθαν στη [[συνέχεια]] οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. της λ. Όσον αφορά την [[οικογένεια]] της λ., θα [[πρέπει]] να αναφερθεί ότι απαντούν τ. σχηματισμένοι από θ. σε -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> αιτ. εν. [[χάριν]], <i>χαρι</i>-[[δότης]]), το οποίο [[είναι]] και το αρχικό, ενώ το θ. σε -<i>τ</i>- που εμφανίζει η λ. στις υπόλοιπες πτώσεις [[καθώς]] και σε παρ. και σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> γεν. <i>χάριτ</i>-<i>ος</i>, <i>χαριτ</i>-<i>όεις</i>, <i>χαριτο</i>-[[δότης]]) αποτελεί υστερογενή επεκταμένη —με οδοντικό— [[μορφή]] του θ. (<b>πρβλ.</b> [[ἔρις]]: αιτ. <i>ἔριν</i>: γεν. <i>ἔριδος</i>). Αξιοσημείωτη [[είναι]] [[επίσης]] και η [[χρήση]] της αιτ. [[χάριν]] με επιρρμ. σημ. (<b>πρβλ.</b> [[δίκην]], [[πάλιν]]). Από τη λ. [[χάρις]] παράγεται [[μεγάλος]] [[αριθμός]] κύριων ονομάτων (<b>πρβλ.</b> την ονομ. <i>Χάριτες τών</i> θεοτήτων της ομορφιάς και της χάρης και ποικίλα ανθρωπωνύμια: <i>Χαρίας</i>, <i>Χαρίλαος</i>, <i>Ἀνδρόχαρις</i> <b>κ.ά.</b>). Τέλος, η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στα ανθρωπωνύμια <i>Kariseu</i> και <i>Karisijo</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαρίεις]], [[χαρίζω]], -<i>ομαι</i>, [[χαριτώ]] / -<i>ώνω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[χαριτήσιος]], [[χαριτία]], [[χαριτόεις]], [[χάριτος]], [[χαριτώσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαρίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαριτώ]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χαριτογλωσσώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαριδότης]], [[χαριδώτης]], [[χαριεργός]], [[χαριλαμπέτις]], [[χαριτερπής]], [[χαρίτερπνος]], [[χαριτοδώτειρα]], [[χαριτοποιώ]], [[χαριτόπωλις]], [[χαριτόφωνος]], [[χαριτώπης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαριτοβλέφαρος]], [[χαριτώνυμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαριτόβλαστος]], <i>χαριτοτόκος</i>, [[χαριτοκόσμητος]], [[χαριτοπρόσωπος]], [[χαριτόστεπτος]], [[χαριτοφύτευτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[χαριτόβρυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαριτοβριθής]], [[χαριτολόγημα]], [[χαριτολογία]], [[χαριτολόγος]], [[χαριτολογώ]], [[χαριτόμορφος]], [[χαριτόπλαστος]], [[χαριτοστόλιστος]]. (Β συνθετικό) <i>αντίχαρις</i>, [[άχαρις]] / [[αχάριτος]], [[επίχαρις]] / [[επιχάριτος]], [[εύχαρις]] / [[ευχάριτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αρτόχαρις</i>, <i>αυτόχαρις</i>, [[θεόχαρις]], [[λιμνόχαρις]], [[υδρόχαρις]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm