Anonymous

εξάμβλωμα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(12)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐξάμβλωμα]])<br />[[έμβρυο]] πρόωρα γεννημένο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] τερατώδες [[γέννημα]] ή [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάμβλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξαμβλώ]]. Η λ. σήμαινε αρχικά «[[προϊόν]] αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το [[έμβρυο]] που απεβλήθη με [[εξάμβλωση]], το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' [[επέκταση]] [[καθετί]] που απορρίπτεται ως [[έκτρωμα]], τερατώδες [[κατασκεύασμα]]].
|mltxt=το (AM [[ἐξάμβλωμα]])<br />[[έμβρυο]] πρόωρα γεννημένο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] τερατώδες [[γέννημα]] ή [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάμβλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξαμβλώ]]. Η λ. σήμαινε αρχικά «[[προϊόν]] αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το [[έμβρυο]] που απεβλήθη με [[εξάμβλωση]], το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' [[επέκταση]] [[καθετί]] που απορρίπτεται ως [[έκτρωμα]], τερατώδες [[κατασκεύασμα]]].
}}
{{trml
|trtx====[[abomination]]===
Catalan: abominació; Chinese Mandarin: 厭惡; Czech: odpornost, ohavnost; Danish: afskyelighed, pestilens, vederstyggelighed; Dutch: [[afschuwelijk iets]], [[gruwel]], [[abominatie]]; Esperanto: abomenaĵo; Finnish: iljetys; Georgian: საზიზღრობა; German: [[Abscheulichkeit]]; Greek: [[βδέλυγμα]], [[έκτρωμα]], [[εξάμβλωμα]]; Ancient Greek: [[βδέλυγμα]]; Icelandic: viðurstyggð; Italian: [[abominio]]; Lithuanian: bjaurastis; Malay: kekejian; Mongolian: жигшүүртэй; Portuguese: [[abominação]]; Romanian: abominațiune; Russian: [[гадость]], [[мерзость]]; Slovak: ohavnosť; Spanish: [[abominación]], [[maldad]]; Sumerian: 𒀭𒉣𒈝; Swedish: avskyvärdhet, styggelse; Thai: สิ่งที่น่ารังเกียจ; Turkish: iğrençlik; Welsh: ffieiddbeth
}}
}}