Anonymous

ἄνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
mNo edit summary
Line 49: Line 49:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἄνθρωπος]])<br /><b>1.</b> ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από [[φύλο]] και [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> ο [[θνητός]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον θεό<br /><b>3.</b> [[λογικό]] και κοινωνικό ον, σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα ζώα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἄνθρωποι</i><br />η [[ανθρωπότητα]], το [[γένος]] των ανθρώπων («ἐν ἀνθρώποις [[εὐδοκία]]»)<br /><b>5.</b> ο [[ενάρετος]] [[άνθρωπος]], αυτός που έχει [[ανθρωπιά]] («[[είναι]] σε όλα του [[άνθρωπος]]», «ἦ [[χαρίεν]] ἔστ' [[ἄνθρωπος]], ἄν [[ἄνθρωπος]] ἦ», Μένανδρος)<br /><b>6.</b> [[μαζί]] με [[άλλο]] ουσιαστικό ή [[επίθετο]] (επαινετικά, ειρωνικά, περιφρονητικά) «[[νοικοκύρης]] [[άνθρωπος]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως αόρ. αντων.), [[κάποιος]], [[καθένας]], (και με [[άρνηση]]) [[κανένας]]<br /><b>2.</b> (με γενική) «[[άνθρωπος]] του [[τάδε]]» — [[οπαδός]] (στην [[πολιτική]]), [[άνθρωπος]] της εμπιστοσύνης, όργανο κάποιου (γενικότερα), «ο άνθρωπός μου» — ο [[σύζυγος]] ή ο [[εραστής]] (για [[γυναίκα]]), ο [[στενός]] μου [[συγγενής]] (γενικότερα)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> μάχιμοι άντρες, στρατιώτες ή οπλίτες (γενικότερα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άντρας και όχι [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]]<br /><b>3.</b> η [[άνθρωπος]]<br />η [[δούλη]] (ή για να δηλωθεί [[περιφρόνηση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά [[άπαξ]] ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>a</i>-<i>to</i>-<i>ro</i>-<i>qo</i>). Στον Όμηρο απαντά [[κυρίως]] στον πληθ. Είναι αντίθετο του [[θεός]] και υπονοεί τον άνθρωπο ως [[είδος]]. Συχνά η λ. χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]], [[κυρίως]] στην [[κλητική]] του ενικού (<i>άνθρωπε</i>) ή σπανιότερα όταν [[είναι]] θηλ. γένους και δηλώνει τη [[γυναίκα]]. Ο τ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας, [[παρά]] το [[πλήθος]] των υποθέσεων που αναφέρονται στην [[προέλευση]] του. Ο Seiler υποστηρίζει ότι η ετυμολ. της λ. θα [[πρέπει]] να έχει [[σχέση]] με την κύρια [[λειτουργία]] της λ., που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει και να ξεχωρίζει την [[τάξη]] των ανθρώπων από [[εκείνη]] των θεών.<br />Το μυκην. <i>a</i>-<i>to</i>-<i>ro</i>-<i>qo</i> (με τον χειλοϋπερωικο φθόγγο <i>q</i> στην τελευταία [[συλλαβή]]) κάνει [[σχεδόν]] βέβαιη την ύπαρξη ενός β' συνθετ. –<i>οΚ</i><sup>ω</sup><i>ο</i>-, που σημαίνει το [[πρόσωπο]], την όψη ([[πρβλ]]. <i>όψ</i>, [[οπός]] «[[πρόσωπο]]») και ενισχύει την [[άποψη]] ότι ο τ. προέρχεται από <i>ανδρ</i>-<i>ωπος</i>» «με [[πρόσωπο]] ανδρός» (από θ. <i>ανδρ</i>.-του [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ώψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]], όψη»). <span style="color: red;"><</span> <i>ανδρ</i>-<i>ωΚ</i><sup>ω</sup><i>ος</i>. Προβληματική [[είναι]] η ύπαρξη -<i>θ</i>-[[αντί]] -<i>δ</i>, που ίσως οφείλεται σε υστερογενή δάσυνση του -<i>δ</i>-. Οι απόψεις του Devoto, που αποδίδει στον τ. ιλλυρική [[προέλευση]] και του Kretschmer που παράγει τη λ. από <i>ανδρὡπος</i> με [[δασεία]] [[κατά]] το [[ὁράω]]), δεν θεωρούνται πιθανές. Άλλοι παράγουν τη λ. α) <span style="color: red;"><</span> <i>ανδρ</i> -<i>ωπος</i> «με ανδρική όψη».<br />Το β' συνθετ. <span style="color: red;"><</span> <b>γοτθ.</b> <i>saitvan</i> «[[βλέπω]]». β) <span style="color: red;"><</span> <i>ανθρ</i>(<i>ο</i>)-<i>ωπος</i> «με [[πρόσωπο]] που φέρει γένια» ([[πρβλ]]. ρουμ. <i>bărbat</i> «[[άνδρας]]»)<br />το α' συνθετ. <span style="color: red;"><</span> [[ανθερεών]], [[ανθέριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[αθήρ]] «το [[γένι]] του σταχιού»). γ) <span style="color: red;"><</span> [[ανθηρός]]. δ) <span style="color: red;"><</span> <i>άνθρω</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ. ινδ.</b> <i>adhara</i>- και πιθ. <i>αν</i>- από <i>η</i> θεωρούν τον τ. ρηματικό όνομα του [[ανατρέπω]] ή του [[ανατρέφω]], [[οπότε]] σημαίνει αντίστοιχα «αυτός που στέκεται όρθιος» και «ο [[οικότροφος]], ο αναθρεμμένος, ο [[σωματικός]]».Τέλος ο τ. [[άνθρωπος]] θυμίζει το χεττιτικό <i>antuhšaš</i> «[[άνθρωπος]]»].<br />Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[άνθρωπος]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρωπάριο]]([[ν]]), [[ανθρωπίζω]], [[ανθρωπικός]], [[ανθρώπινος]], [[ανθρωπίσκος]], [[ανθρωπότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπεία]], [[ανθρωπεύομαι]], [[ανθρωπή]], [[ανθρωπία]], [[ανθρώπων]], [[ανθρωπώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανθρώπειος]], [[ανθρώπησις]], [[ανθρωπιστί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανθρωπαίος]], [[ανθρωπιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθρωπάκης]], [[ανθρωπάκι]], [[ανθρωπάκος]], [[ανθρωπιά]], [[ανθρωπίλα]], [[ανθρωπινός]], [[ανθρωπιστής]], [[ανθρωπίδες]], [[ανθρωποσύνη]], [[ανθρωπώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b><br /><b>Α' ΣΥΝΘ.</b> [[ανθρωπάρεσκος]], [[ανθρωπογράφος]], [[ανθρωποδαίμων]], [[ανθρωποειδής]], [[ανθρωποκτόνος]], [[ανθρωπολάτρης]], [[ανθρωπολόγος]], [[ανθρωπόμορφος]], [[ανθρωποπλάστης]], [[ανθρωποποιός]], [[ανθρωποτρόφος]], [[ανθρωποφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπόβρωτος]], [[ανθρωπόγλωσσος]], [[ανθρωπογναφείον]], [[ανθρωπογονώ]], [[ανθρωπόθεος]], [[ανθρωποθηρία]], [[ανθρωπόθυμος]], [[ανθρωποθυτώ]], [[ανθρωποκόμος]], [[ανθρωποκτόνος]], [[ανθρωπομάγειρος]], [[ανθρωπομίμος]], [[ανθρωπονομικός]], [[ανθρωπόνους]], [[ανθρωποπαθής]], [[ανθρωποποιία]], [[ανθρωπορραίστης]], [[ανθρωποσφαγώ]], [[ανθρωπόσχημος]], [[ανθρωποϋπόστατος]], [[ανθρωποφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανθρωποβόρος]], [[ανθρωπομορφούμαι]], [[ανθρωποπρεπής]], [[ανθρωποτόκος]], [[ανθρωποφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανθρωπόλεθρος]], [[ανθρωπουργία]], [[ανθρωποφανής]], [[ανθρωποφθόρος]], [[ανθρωποφόντης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανθρωπογενής]], [[ανθρωπογέννητος]] <b>νεοελλ.</b> [[ανθρωπεμπορία]], [[ανθρωπογένεση]], [[ανθρωπογενετικός]], [[ανθρωπογεωγραφία]], [[ανθρωπογραφία]], [[ανθρωπογράφος]], [[ανθρωπογνωσία]], [[ανθρωπογνώστης]], [[ανθρωποδικία]], [[ανθρωποδόκανο]], [[ανθρωποειδή]], [[ανθρωποειδής]], [[ανθρωποζωολογία]], [[ανθρωποθαλάσσα]], [[ανθρωποθεϊσμός]], [[ανθρωποθηριομαχία]], [[ανθρωποκαμωμένος]], [[ανθρωποκεντρικός]], [[ανθρωποκλιματολογία]], [[ανθρωποκυνηγητό]], [[ανθρωποκυνήγι]], [[ανθρωπόλαλος]], [[ανθρωπολογία]], [[ανθρωπομαγνητικός]], [[ανθρωπομαγνητισμός]], [[ανθρωπομάζωμα]], [[ανθρωπομαντεία]], [[ανθρωπομάχος]], [[ανθρωπομέτρηση]], [[ανθρωπομετρία]], [[ανθρωπόμετρο]], [[ανθρωπομορφία]], [[ανθρωπομορφίδαι]], [[ανθρωπομορφολογία]], [[ανθρωπονοσολογία]], [[ανθρωποπίθηκος]], [[ανθρωποπλαστική]], [[ανθρωπόπλαστος]], [[ανθρωποπλημμύρα]], [[ανθρωποποίηση]], [[ανθρωποποίητος]], [[ανθρωποπούλι]], [[ανθρωποσκοπία]], [[ανθρωποσκόπος]], [[ανθρωποσοφία]], [[ανθρωποσυρροή]], [[ανθρωποσφαγή]], [[ανθρωποσωματολογία]], [[ανθρωποσωματολογικός]], [[ανθρωποσωρός]], [[ανθρωποσώστης]], [[ανθρωποσωτήριος]], [[ανθρωποτεχνική]], [[ανθρωποτομία]], [[ανθρωποτοξίνη]], [[ανθρωποτορπίλη]], [[ανθρωπόφιλος]], [[ανθρωποφοβία]], [[ανθρωπόφοβος]], [[ανθρωποχείμαρρος]], [[ανθρωποχημεία]], [[ανθρωπόχοιρος]], [[ανθρωπόχωρος]].<br />Β΄<b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγριάνθρωπος]], [[απάνθρωπος]], [[θηριάνθρωπος]], [[λυκάνθρωπος]], [[μισάνθρωπος]], [[ολιγάνθρωπος]], [[πολυάνθρωπος]], [[υπεράνθρωπος]], [[φιλάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνάνθρωπος|ανάνθρωπος]], [[ἀργυράνθρωπος|αργυράνθρωπος]], [[ἀσημάνθρωπος|ασημάνθρωπος]], [[αυτοάνθρωπος]], [[αφιλάνθρωπος]], [[βοάνθρωπος]], [[βουτραγοταυράνθρωπος]], [[εξάνθρωπος]], [[ημιάνθρωπος]], [[ιππάνθρωπος]], [[κυνάνθρωπος]], [[μιξάνθρωπος]], [[μολυβδάνθρωπος]], [[τρισάνθρωπος]], [[φαγάνθρωπος]], [[χαλκάνθρωπος]], [[χρυσάνθρωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβάνθρωπος]], [[αρκουδάνθρωπος]], [[αρχοντάνθρωπος]], [[ασημάνθρωπος]], [[ασχημάνθρωπος]], [[αφεντάνθρωπος]], [[αχυράνθρωπος]], [[βατραχάνθρωπος]], [[βρομάνθρωπος]], [[γαϊδουράνθρωπος]], [[γουρουνάνθρωπος]], [[δαιμονάνθρωπος]], [[διαβολάνθρωπος]], [[διαστημάνθρωπος]], [[ζωάνθρωπος]], [[θεάνθρωπος]], [[κουβαρδάνθρωπος]], [[κτηνάν θρωπος]], [[λεβεντάνθρωπος]], [[ομορφάνθρωπος]], [[παλιάνθρωπος]], [[πιθηκάνθρωπος]], [[προάνθρωπος]], [[προστυχάνθρωπος]], [[πρωτάνθρωπος]], [[σινάνθρωπος]], [[συνάνθρωπος]], [[τιγράν θρωπος]], [[υπάνθρωπος]], [[χιονάνθρωπος]], [[χοντράνθρωπος]].
|mltxt=ο (AM [[ἄνθρωπος]])<br /><b>1.</b> ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από [[φύλο]] και [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> ο [[θνητός]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον θεό<br /><b>3.</b> [[λογικό]] και κοινωνικό ον, σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα ζώα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἄνθρωποι</i><br />η [[ανθρωπότητα]], το [[γένος]] των ανθρώπων («ἐν ἀνθρώποις [[εὐδοκία]]»)<br /><b>5.</b> ο [[ενάρετος]] [[άνθρωπος]], αυτός που έχει [[ανθρωπιά]] («[[είναι]] σε όλα του [[άνθρωπος]]», «ἦ [[χαρίεν]] ἔστ' [[ἄνθρωπος]], ἄν [[ἄνθρωπος]] ἦ», Μένανδρος)<br /><b>6.</b> [[μαζί]] με [[άλλο]] ουσιαστικό ή [[επίθετο]] (επαινετικά, ειρωνικά, περιφρονητικά) «[[νοικοκύρης]] [[άνθρωπος]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως αόρ. αντων.), [[κάποιος]], [[καθένας]], (και με [[άρνηση]]) [[κανένας]]<br /><b>2.</b> (με γενική) «[[άνθρωπος]] του [[τάδε]]» — [[οπαδός]] (στην [[πολιτική]]), [[άνθρωπος]] της εμπιστοσύνης, όργανο κάποιου (γενικότερα), «ο άνθρωπός μου» — ο [[σύζυγος]] ή ο [[εραστής]] (για [[γυναίκα]]), ο [[στενός]] μου [[συγγενής]] (γενικότερα)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> μάχιμοι άντρες, στρατιώτες ή οπλίτες (γενικότερα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άντρας και όχι [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]]<br /><b>3.</b> η [[άνθρωπος]]<br />η [[δούλη]] (ή για να δηλωθεί [[περιφρόνηση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά [[άπαξ]] ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>a</i>-<i>to</i>-<i>ro</i>-<i>qo</i>). Στον Όμηρο απαντά [[κυρίως]] στον πληθ. Είναι αντίθετο του [[θεός]] και υπονοεί τον άνθρωπο ως [[είδος]]. Συχνά η λ. χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]], [[κυρίως]] στην [[κλητική]] του ενικού (<i>άνθρωπε</i>) ή σπανιότερα όταν [[είναι]] θηλ. γένους και δηλώνει τη [[γυναίκα]]. Ο τ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας, [[παρά]] το [[πλήθος]] των υποθέσεων που αναφέρονται στην [[προέλευση]] του. Ο Seiler υποστηρίζει ότι η ετυμολ. της λ. θα [[πρέπει]] να έχει [[σχέση]] με την κύρια [[λειτουργία]] της λ., που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει και να ξεχωρίζει την [[τάξη]] των ανθρώπων από [[εκείνη]] των θεών.<br />Το μυκην. <i>a</i>-<i>to</i>-<i>ro</i>-<i>qo</i> (με τον χειλοϋπερωικο φθόγγο <i>q</i> στην τελευταία [[συλλαβή]]) κάνει [[σχεδόν]] βέβαιη την ύπαρξη ενός β' συνθετ. –<i>οΚ</i><sup>ω</sup><i>ο</i>-, που σημαίνει το [[πρόσωπο]], την όψη ([[πρβλ]]. <i>όψ</i>, [[οπός]] «[[πρόσωπο]]») και ενισχύει την [[άποψη]] ότι ο τ. προέρχεται από <i>ανδρ</i>-<i>ωπος</i>» «με [[πρόσωπο]] ανδρός» (από θ. <i>ανδρ</i>.-του [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ώψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]], όψη»). <span style="color: red;"><</span> <i>ανδρ</i>-<i>ωΚ</i><sup>ω</sup><i>ος</i>. Προβληματική [[είναι]] η ύπαρξη -<i>θ</i>-[[αντί]] -<i>δ</i>, που ίσως οφείλεται σε υστερογενή δάσυνση του -<i>δ</i>-. Οι απόψεις του Devoto, που αποδίδει στον τ. ιλλυρική [[προέλευση]] και του Kretschmer που παράγει τη λ. από <i>ανδρὡπος</i> με [[δασεία]] [[κατά]] το [[ὁράω]]), δεν θεωρούνται πιθανές. Άλλοι παράγουν τη λ. α) <span style="color: red;"><</span> <i>ανδρ</i> -<i>ωπος</i> «με ανδρική όψη».<br />Το β' συνθετ. <span style="color: red;"><</span> <b>γοτθ.</b> <i>saitvan</i> «[[βλέπω]]». β) <span style="color: red;"><</span> <i>ανθρ</i>(<i>ο</i>)-<i>ωπος</i> «με [[πρόσωπο]] που φέρει γένια» ([[πρβλ]]. ρουμ. <i>bărbat</i> «[[άνδρας]]»)<br />το α' συνθετ. <span style="color: red;"><</span> [[ανθερεών]], [[ανθέριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[αθήρ]] «το [[γένι]] του σταχιού»). γ) <span style="color: red;"><</span> [[ανθηρός]]. δ) <span style="color: red;"><</span> <i>άνθρω</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ. ινδ.</b> <i>adhara</i>- και πιθ. <i>αν</i>- από <i>η</i> θεωρούν τον τ. ρηματικό όνομα του [[ανατρέπω]] ή του [[ανατρέφω]], [[οπότε]] σημαίνει αντίστοιχα «αυτός που στέκεται όρθιος» και «ο [[οικότροφος]], ο αναθρεμμένος, ο [[σωματικός]]».Τέλος ο τ. [[άνθρωπος]] θυμίζει το χεττιτικό <i>antuhšaš</i> «[[άνθρωπος]]»].<br />Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[άνθρωπος]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρωπάριο]] ([[ανθρωπάριον]]), [[ανθρωπίζω]], [[ανθρωπικός]], [[ανθρώπινος]], [[ανθρωπίσκος]], [[ανθρωπότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπεία]], [[ανθρωπεύομαι]], [[ανθρωπή]], [[ανθρωπία]], [[ανθρώπων]], [[ανθρωπώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανθρώπειος]], [[ανθρώπησις]], [[ανθρωπιστί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανθρωπαίος]], [[ανθρωπιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθρωπάκης]], [[ανθρωπάκι]], [[ανθρωπάκος]], [[ανθρωπιά]], [[ανθρωπίλα]], [[ανθρωπινός]], [[ανθρωπιστής]], [[ανθρωπίδες]], [[ανθρωποσύνη]], [[ανθρωπώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b><br /><b>Α' ΣΥΝΘ.</b> [[ανθρωπάρεσκος]], [[ανθρωπογράφος]], [[ανθρωποδαίμων]], [[ανθρωποειδής]], [[ανθρωποκτόνος]], [[ανθρωπολάτρης]], [[ανθρωπολόγος]], [[ανθρωπόμορφος]], [[ανθρωποπλάστης]], [[ανθρωποποιός]], [[ανθρωποτρόφος]], [[ανθρωποφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπόβρωτος]], [[ανθρωπόγλωσσος]], [[ανθρωπογναφείον]], [[ανθρωπογονώ]], [[ανθρωπόθεος]], [[ανθρωποθηρία]], [[ανθρωπόθυμος]], [[ανθρωποθυτώ]], [[ανθρωποκόμος]], [[ανθρωποκτόνος]], [[ανθρωπομάγειρος]], [[ανθρωπομίμος]], [[ανθρωπονομικός]], [[ανθρωπόνους]], [[ανθρωποπαθής]], [[ανθρωποποιία]], [[ανθρωπορραίστης]], [[ανθρωποσφαγώ]], [[ανθρωπόσχημος]], [[ανθρωποϋπόστατος]], [[ανθρωποφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανθρωποβόρος]], [[ανθρωπομορφούμαι]], [[ανθρωποπρεπής]], [[ανθρωποτόκος]], [[ανθρωποφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανθρωπόλεθρος]], [[ανθρωπουργία]], [[ανθρωποφανής]], [[ανθρωποφθόρος]], [[ανθρωποφόντης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανθρωπογενής]], [[ανθρωπογέννητος]] <b>νεοελλ.</b> [[ανθρωπεμπορία]], [[ανθρωπογένεση]], [[ανθρωπογενετικός]], [[ανθρωπογεωγραφία]], [[ανθρωπογραφία]], [[ανθρωπογράφος]], [[ανθρωπογνωσία]], [[ανθρωπογνώστης]], [[ανθρωποδικία]], [[ανθρωποδόκανο]], [[ανθρωποειδή]], [[ανθρωποειδής]], [[ανθρωποζωολογία]], [[ανθρωποθαλάσσα]], [[ανθρωποθεϊσμός]], [[ανθρωποθηριομαχία]], [[ανθρωποκαμωμένος]], [[ανθρωποκεντρικός]], [[ανθρωποκλιματολογία]], [[ανθρωποκυνηγητό]], [[ανθρωποκυνήγι]], [[ανθρωπόλαλος]], [[ανθρωπολογία]], [[ανθρωπομαγνητικός]], [[ανθρωπομαγνητισμός]], [[ανθρωπομάζωμα]], [[ανθρωπομαντεία]], [[ανθρωπομάχος]], [[ανθρωπομέτρηση]], [[ανθρωπομετρία]], [[ανθρωπόμετρο]], [[ανθρωπομορφία]], [[ανθρωπομορφίδαι]], [[ανθρωπομορφολογία]], [[ανθρωπονοσολογία]], [[ανθρωποπίθηκος]], [[ανθρωποπλαστική]], [[ανθρωπόπλαστος]], [[ανθρωποπλημμύρα]], [[ανθρωποποίηση]], [[ανθρωποποίητος]], [[ανθρωποπούλι]], [[ανθρωποσκοπία]], [[ανθρωποσκόπος]], [[ανθρωποσοφία]], [[ανθρωποσυρροή]], [[ανθρωποσφαγή]], [[ανθρωποσωματολογία]], [[ανθρωποσωματολογικός]], [[ανθρωποσωρός]], [[ανθρωποσώστης]], [[ανθρωποσωτήριος]], [[ανθρωποτεχνική]], [[ανθρωποτομία]], [[ανθρωποτοξίνη]], [[ανθρωποτορπίλη]], [[ανθρωπόφιλος]], [[ανθρωποφοβία]], [[ανθρωπόφοβος]], [[ανθρωποχείμαρρος]], [[ανθρωποχημεία]], [[ανθρωπόχοιρος]], [[ανθρωπόχωρος]].<br />Β΄<b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγριάνθρωπος]], [[απάνθρωπος]], [[θηριάνθρωπος]], [[λυκάνθρωπος]], [[μισάνθρωπος]], [[ολιγάνθρωπος]], [[πολυάνθρωπος]], [[υπεράνθρωπος]], [[φιλάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνάνθρωπος|ανάνθρωπος]], [[ἀργυράνθρωπος|αργυράνθρωπος]], [[ἀσημάνθρωπος|ασημάνθρωπος]], [[αυτοάνθρωπος]], [[αφιλάνθρωπος]], [[βοάνθρωπος]], [[βουτραγοταυράνθρωπος]], [[εξάνθρωπος]], [[ημιάνθρωπος]], [[ιππάνθρωπος]], [[κυνάνθρωπος]], [[μιξάνθρωπος]], [[μολυβδάνθρωπος]], [[τρισάνθρωπος]], [[φαγάνθρωπος]], [[χαλκάνθρωπος]], [[χρυσάνθρωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβάνθρωπος]], [[αρκουδάνθρωπος]], [[αρχοντάνθρωπος]], [[ασημάνθρωπος]], [[ασχημάνθρωπος]], [[αφεντάνθρωπος]], [[αχυράνθρωπος]], [[βατραχάνθρωπος]], [[βρομάνθρωπος]], [[γαϊδουράνθρωπος]], [[γουρουνάνθρωπος]], [[δαιμονάνθρωπος]], [[διαβολάνθρωπος]], [[διαστημάνθρωπος]], [[ζωάνθρωπος]], [[θεάνθρωπος]], [[κουβαρδάνθρωπος]], [[κτηνάνθρωπος]], [[λεβεντάνθρωπος]], [[ομορφάνθρωπος]], [[παλιάνθρωπος]], [[πιθηκάνθρωπος]], [[προάνθρωπος]], [[προστυχάνθρωπος]], [[πρωτάνθρωπος]], [[σινάνθρωπος]], [[συνάνθρωπος]], [[τιγράνθρωπος]], [[υπάνθρωπος]], [[χιονάνθρωπος]], [[χοντράνθρωπος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm