Anonymous

τάφρος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάφρος''': ἡ, (ἴδε [[θάπτω]]), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, [[ὄρυγμα]], κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς [[μῆκος]], [[αὐτόθι]] 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, [[ὑπεράνω]] τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν [[λίαν]] μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ [[οὕτως]] εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται [[συχνάκις]] ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι [[τύπος]] [[τράφος]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51).
|lstext='''τάφρος''': ἡ, (ἴδε [[θάπτω]]), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, [[ὄρυγμα]], κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς [[μῆκος]], [[αὐτόθι]] 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, [[ὑπεράνω]] τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν [[λίαν]] μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ [[οὕτως]] εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται [[συχνάκις]] ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι [[τύπος]] [[τράφος]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[θάπτω]]): [[ditch]], [[trench]].
}}
}}
{{grml
{{grml