Anonymous

οἶστρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''"
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oistros
|Transliteration C=oistros
|Beta Code=oi)=stros
|Beta Code=oi)=stros
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[gadfly]], [[breese]], prob. [[Tabanus bovinus]], an insect which infests cattle, τὰς μέν τ' αἰόλος οἶ. ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Od.22.300; of the fly that tormented Io, A.''Supp.''541(lyr.), ''Pr.''567 sq. (lyr.) (also called [[μύωψ]], ib.675, ''Supp.''308: but the two are distinguished by Arist.''HA''490a20,596b14).<br><span class="bld">2</span> an [[insect]] that infests [[tunny]]-[[fish]], prob. [[Brachiella thynni]], ib.557a27,602a28.<br><span class="bld">3</span> a small [[insectivorous]] [[bird]], perhaps [[Sylvia trochilus]], ib.592b22.<br><span class="bld">II</span> metaph., a [[sting]], anything that drives [[mad]], κεραυνοῦ οἶ. E.''HF''862; οἴστροις Ἐρινύων Id.''IT''1456: abs., the [[smart]] of [[pain]], [[agony]], S.''Tr.''1254.<br><span class="bld">2</span> any [[vehement]] [[desire]], [[insane]] [[passion]], Hdt.2.93, E.''Hipp.''1300, Pl.''R.''577e, etc.; ὄρεξις μετὰ οἴστρου καὶ [[ἀδημονία]]ς Epicur.''Fr.''483: c. gen. objecti, [[κτεάνων]] [[for]] [[wealth]], ''AP''11.389 (Lucill.): generally, [[madness]], [[frenzy]], S.''Ant.''1002, E.''Or.''791: pl., Id.''Ba.''665; μανιάδες οἶ. Id.''IA''548(lyr.).<br><span class="bld">3</span> in good sense, [[zeal]], οἶ. εἰς πᾶν ἀγαθὸν ἔργον ''PMasp.''3.13(vi A. D.).<br><span class="bld">III</span> a [[throw]] at [[dice]], Eub.57.5.
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[gadfly]], [[breeze]], prob. [[Tabanus bovinus]], [[pale giant horse-fly]], an [[insect]] which [[infest]]s [[cattle]], τὰς μέν τ' αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ = that the [[darting]] [[gadfly]] falls upon and drives along in the season of [[spring]], Od.22.300; of the fly that tormented Io, A.''Supp.''541(lyr.), ''Pr.''567 sq. (lyr.) (also called [[μύωψ]], ib.675, ''Supp.''308: but the two are distinguished by [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''490a20,596b14).<br><span class="bld">2</span> an [[insect]] that [[infest]]s [[tunny]]-[[fish]], prob. [[Brachiella thynni]], ib.557a27,602a28.<br><span class="bld">3</span> a small [[insectivorous]] [[bird]], perhaps [[Sylvia trochilus]], [[trochilos]], [[trochil]], [[willow wren]], ib.592b22.<br><span class="bld">II</span> metaph., a [[sting]], anything that drives [[mad]], [[κεραυνός|κεραυνοῦ]] οἶστρος E.''HF''862; οἴστροις Ἐρινύων Id.''IT''1456: abs., the [[smart]] of [[pain]], [[agony]], S.''Tr.''1254.<br><span class="bld">2</span> any [[vehement]] [[desire]], [[insane]] [[passion]], [[Herodotus|Hdt.]]2.93, E.''Hipp.''1300, Pl.''R.''577e, etc.; [[ὄρεξις]] μετὰ οἴστρου καὶ [[ἀδημονία]]ς Epicur.''Fr.''483: c. gen. objecti, κτεάνων [[for]] [[wealth]], ''AP''11.389 (Lucill.): generally, [[madness]], [[frenzy]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1002, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''791: pl., Id.''Ba.''665; μανιάδες οἶστροι Id.''IA''548(lyr.).<br><span class="bld">3</span> in good sense, [[zeal]], οἶστρος εἰς πᾶν ἀγαθὸν [[ἔργον]] ''PMasp.''3.13(vi A. D.).<br><span class="bld">III</span> a [[throw]] at [[dice]], Eub.57.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶστρος]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[μύγα]], κυκλόρραφο [[έντομο]], που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί [[γένος]] της οικογένειας οίστρίδες και του οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και [[ιδίως]] τον λεγόμενο ίλιγγο του οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. [[σήμερα]] [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα («τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῖς κυσὶ τὸν κρότωνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] εξάπτει υπερβολικά, [[καθετί]] που οδηγεί σε [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]] («οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διέγερση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>4.</b> [[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], παράφορο [[πάθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, [[έμπνευση]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν της ωορρηξίας στις γυναίκες και στα [[θήλεα]] θηλαστικά, [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο το θηλυκό αναζητεί το [[αρσενικό]] και δέχεται τη [[σύζευξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το [[ψάρι]] [[τόνος]]<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]] το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή [[αγωνία]] (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[οὔτε]] γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ' [[οἶστρος]] ὠδῑνας πνέων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευγενής]] [[άμιλλα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] μικρού εντομοφάγου πτηνού<br /><b>5.</b> [[ρίψη]] κύβων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από το θ. της λ. <i>οἴμα</i> «βίαιη [[εφόρμηση]]», με [[επίθημα]] -<i>τρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κέσ</i>-<i>τρος</i>, <i>χύ</i>-<i>τρος</i>) και η αρχική της σημ., [[επομένως]], θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το [[έντομο]] που επιφέρει [[τρέλα]], [[μανία]]) ή την [[ίδια]] την [[κατάσταση]] της παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: <i>aistra</i> «βίαιο [[πάθος]]». Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι η λ. συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>ἰστυάζει</i><br /><i>ὀργίζεται</i>, μέσω ενός <i>ἰσ</i>-<i>τύ</i>-<i>ς</i>, δεν θεωρείται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οιστρηδόν]], [[οιστρήεις]], [[οιστρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οιστρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιστρήλατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιστροβολώ]], [[οιστρογενέτωρ]], [[οιστροδίνητος]], [[οιστροδόνητος]], [[οιστρομανής]], [[οιστροπλάνεια]], [[οιστροπλήξ]], [[οιστροφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιστροφόρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιστρογόνος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πάροιστρος]], [[φίλοιστρος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶστρος]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[μύγα]], κυκλόρραφο [[έντομο]], που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί [[γένος]] της οικογένειας οίστρίδες και του οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και [[ιδίως]] τον λεγόμενο ίλιγγο του οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. [[σήμερα]] [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα («τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῖς κυσὶ τὸν κρότωνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] εξάπτει υπερβολικά, [[καθετί]] που οδηγεί σε [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]] («οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διέγερση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>4.</b> [[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], παράφορο [[πάθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, [[έμπνευση]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν της ωορρηξίας στις γυναίκες και στα [[θήλεα]] θηλαστικά, [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο το θηλυκό αναζητεί το [[αρσενικό]] και δέχεται τη [[σύζευξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το [[ψάρι]] [[τόνος]]<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]] το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή [[αγωνία]] (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[οὔτε]] γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ' [[οἶστρος]] ὠδῖνας πνέων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευγενής]] [[άμιλλα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] μικρού εντομοφάγου πτηνού<br /><b>5.</b> [[ρίψη]] κύβων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από το θ. της λ. <i>οἴμα</i> «βίαιη [[εφόρμηση]]», με [[επίθημα]] -<i>τρος</i> ([[πρβλ]]. [[κέστρος]], [[χύτρος]]) και η αρχική της σημ., [[επομένως]], θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το [[έντομο]] που επιφέρει [[τρέλα]], [[μανία]]) ή την [[ίδια]] την [[κατάσταση]] της παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: <i>aistra</i> «βίαιο [[πάθος]]». Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι η λ. συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>ἰστυάζει</i><br /><i>ὀργίζεται</i>, μέσω ενός <i>ἰσ</i>-<i>τύ</i>-<i>ς</i>, δεν θεωρείται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οιστρηδόν]], [[οιστρήεις]], [[οιστρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οιστρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιστρήλατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιστροβολώ]], [[οιστρογενέτωρ]], [[οιστροδίνητος]], [[οιστροδόνητος]], [[οιστρομανής]], [[οιστροπλάνεια]], [[οιστροπλήξ]], [[οιστροφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιστροφόρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιστρογόνος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πάροιστρος]], [[φίλοιστρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[madness]]===
|trtx====[[botfly]]===
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: [[krankzinnigheid]], [[waanzin]]; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: [[folie]]; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: [[Wahnsinn]], [[Verrücktheit]]; Greek: [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]; Ancient Greek: [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἄνοια]], [[ἀπόνοια]], [[ἀποπληξία]], [[ἀποπληξίη]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[διαστροφή]], [[ἐκφροσύνη]], [[ἐνθουσίασις]], [[θεία νόσος]], [[μάνη]], [[μανία]], [[μανίη]], [[μαργότης]], [[μωρία]], [[μωρίη]], [[οἶστρος]], [[παραλήρημα]], [[παράνοια]], [[παράπαισμα]], [[παραπληξία]], [[παραφρόνησις]], [[παραφρονία]], [[παραφροσύνη]], [[παρηρία]], [[παροίνησις]], [[παροινία]], [[παροίστρησις]], [[τὸ ἄφρον]], [[τὸ μανιῶδες]], [[τὸ φρενῶν διαφθαρέν]], [[φοιτὰς νόσος]], [[φρενιτισμός]], [[φρενοβλάβεια]]; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: [[pazzia]], [[follia]]; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: [[vesania]], [[insania]], [[insanitas]], [[vecordia]], [[dementia]], [[amentia]]; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: [[loucura]], [[insanidade]], [[maluquice]], [[malucagem]], [[vesânia]], [[doidice]], [[doideira]]; Romanian: nebunie; Russian: [[безумие]], [[сумасшествие]], [[помешательство]], [[безумство]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: [[locura]]; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція
Assamese: ডাঁহ; Azerbaijani: gigovun, mozalan; Bashkir: күгәүен; Chinese Mandarin: 狂蠅, 狂蝇, 膚蠅, 肤蝇; Danish: bremse, brems, hestebremse; Dutch: [[horzel]]; Finnish: kiiliäinen, saivartaja; French: [[œstre]]; Georgian: მაწუხელა, ბორა; German: [[Dasselfliege]], [[Biesfliege]]; Ancient Greek: [[οἶστρος]]; Hungarian: bagócslégy; Irish: boiteog; Japanese: ヒツジバエ; Navajo: łį́į́ʼ bitsísʼná; Norman: bourdon à j'va; Norwegian: brems; Polish: giez; Portuguese: [[mosca-varejeira]]; Romanian: streche; Russian: [[овод]]; Serbo-Croatian: обад, obad; Southern Altai: кӧгӧн; Spanish: [[éstrido]]; Swedish: styngfluga; Udmurt: лузь; Ukrainian: овід; Welsh: robin y gyrrwr, crehyryn
===[[horsefly]]===
Afrikaans: perdevlieg; Arabic: نُعَرَة‎; Archi: наӏкьу; Armenian: մոզ; Aromanian: davan, tãun, bumbar, streclji; Assamese: ডাঁহ; Asturian: tabánido; Avar: никӏкӏ; Azerbaijani: göyün; Bashkir: күгәүен; Basque: ezpara; Bavarian: Brejm; Belarusian: сляпень; Bengali: ঘোড়া মাছি; Breton: moui, mouienn, boui, bouienn; Bulgarian: конска муха; Catalan: tabànid; Cherokee: ᏓᎦᎦ, ᏓᎹᎦ; Chinese Cantonese: 虻; Mandarin: 虻, 馬蠅, 马蝇; Czech: ovád; Danish: klæg; Dutch: [[daas]], [[brems]], [[paardevlieg]], [[paardenhorzel]]; Esperanto: tabano; Estonian: parm; Faroese: kleggi; Finnish: paarma; Franco-Provençal: tavan; French: [[taon]]; Friulian: tavan; Galician: moscardo, mosca caíña, tabardo, tabán; Gamilaraay: baanduu; Georgian: მაწუხელა; German: [[Bremse]]; Greek: [[αλογόμυγα]]; Ancient Greek: [[μύωψ]]; Hebrew: זְבוּב הַסּוּס‎; Hungarian: bögöly; Icelandic: kleggi; Ido: tabano; Indonesian: pikat; Irish: creabhar, creabhar capaill; Italian: [[tafano]]; Japanese: 虻; Kabyle: aggug; Kannada: ತೊಣಚೆ; Kazakh: сона; Korean: 등에; Kyrgyz: көгөөн; Latin: [[tabanus]]; Latvian: dundurs; Limburgish: sjeldaes, staekvleeg; Lithuanian: sparvos; Low German: Bau; Luxembourgish: Beel; Macedonian: коњска мува; Malay: pikat; Malayalam: പോന്ത; Mapun: pikot; Maranao: langaw; Mari Eastern Mari: пормо; Western Mari: пармы; Mongolian Cyrillic: хөх түрүү; Navajo: tłʼézhii, łį́į́ʼ bitsísʼná; Norman: taon; Norwegian Bokmål: klegg; Nynorsk: klegg; Occitan: tavan; Old Norse: kleggi; Ottoman Turkish: آت سینكی‎, بوكه‌لك‎; Persian: خرمگس‎; Polish: bąk; Portuguese: [[mutuca]], [[tavão]], [[moscardo]]; Quechua: tak'a; Romanian: tăun; Russian: [[слепень]]; Samogitian: bimbals; Scots: cleg; Scottish Gaelic: creithleag-nan-each; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏ба̄д, ко̏њска му̀ва, ко̏њска му̀ха; Roman: ȍbād, kȍnjska mùva, kȍnjska mùha; Sicilian: tavana; Skolt Sami: puär; Slovak: ovad; Slovene: obad; Sorbian Lower Sorbian: slěpc, slěpik; Upper Sorbian: slěpc, slěpik; Southern Altai: кӧгӧн; Spanish: [[tábano]], [[tabánido]]; Sundanese: piteuk; Swahili: pange; Swedish: broms; Tagalog: bangaw, niknik; Tajik: хармагас, kӯрмагас; Telugu: జోరీగ; Thai: ฑังส, เหลือบ; Turkish: atsineği; Ukrainian: ґедзь; Uzbek Cyrillic: сўна; Roman: soʻna; Venetian: tavàn; Welsh: pryfyn y gweryd, robin y diawl gwyllt; Westrobothnian: brems; Yakut: күлүмэн
===[[madness]]===
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: [[krankzinnigheid]], [[waanzin]]; English: [[bedlamism]], [[brainsickness]], [[craze]], [[craziness]], [[derangement]], [[insanity]], [[lunacy]], [[madness]], [[mental disorder]], [[mental illness]]; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: [[folie]]; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: [[Wahnsinn]], [[Verrücktheit]]; Greek: [[αλάλιασμα]], [[αλαλιασμός]], [[ζούρλαμα]], [[λώλαμα]], [[παλάβωμα]], [[παραφροσύνη]], [[σάλεμα]], [[σαλτάρισμα]], [[τρέλα]], [[φλιπάρισμα]], [[φρενοβλάβεια]], [[φρενοπάθεια]], [[ψυχοπάθεια]]; Ancient Greek: [[ἀασιφρονία]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀναισθησία]], [[ἄνοια]], [[ἀπαυλισμός]], [[ἀπόνοια]], [[ἀποπληξία]], [[ἀποπληξίη]], [[ἀπόρρευσις]], [[ἄτη]], [[ἀτοπία]],[[ἀφραδία]], [[ἀφραδίη]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[διαστροφή]], [[ἐκπληξία]], [[ἐκφροσύνη]], [[ἐμβροντησία]], [[ἐμβρόντησις]], [[ἐνθουσίασις]], [[θεία νόσος]], [[μάνη]], [[μανία]], [[μανίη]], [[μαργότης]], [[μωρία]], [[μωρίη]], [[οἶστρος]], [[παρακοπή]], [[παραλήρημα]], [[παράνοια]], [[παράπαισμα]], [[παραπληξία]], [[παραφορά]], [[παραφορή]], [[παραφρόνησις]], [[παραφρονία]], [[παραφροσύνη]], [[παρηρία]], [[παροίνησις]], [[παροινία]], [[παροίστρησις]], [[παρφορά]], [[τὸ ἄφρον]], [[τὸ ἐμμανές]], [[τὸ μανιῶδες]], [[τὸ φρενῶν διαφθαρέν]], [[φοιτὰς νόσος]], [[φρενῖτις]], [[φρενιτισμός]], [[φρενοβλάβεια]]; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: [[pazzia]], [[follia]]; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: [[vesania]], [[insania]], [[insanitas]], [[vecordia]], [[dementia]], [[amentia]]; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: [[loucura]], [[insanidade]], [[maluquice]], [[malucagem]], [[vesânia]], [[doidice]], [[doideira]]; Romanian: nebunie; Russian: [[безумие]], [[сумасшествие]], [[помешательство]], [[безумство]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: [[locura]]; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція
===[[frenzy]]===
Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: [[razernij]]; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: [[frénésie]]; Galician: farnesía, guinada; German: [[Wahn]], [[Rausch]], [[Wut]]; Greek: [[φρενίτιδα]]; Ancient Greek: [[βακχεία]], [[βακχίη]], [[ἐνθουσίασις]], [[ἐνθουσιασμός]], [[θεοληψία]], [[λύσσα]], [[λύττα]], [[οἴστρημα]], [[οἰστρομανία]], [[οἶστρος]], [[παρακοπή]], [[παραφορά]], [[παραφορή]], [[παροίστρησις]], [[παρφορά]], [[φρενιτισμός]]; Italian: [[frenesia]]; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: [[furia]]; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: [[frenesi]]; Romanian: frenezie; Russian: [[неистовство]], [[безумие]], [[помешательство]], [[сумасшествие]]; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: [[frenesí]], [[manía]]; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля
===[[zeal]]===
Albanian: cenë; Arabic: حَمَاس‎, جُهْد‎; Egyptian Arabic: جهد‎; Armenian: նախանձախնդրություն; Azerbaijani: şövq, canfəşanlıq; Belarusian: запал, заўзятасць; Bulgarian: усъ́рдие, старание, стремеж; Catalan: zel; Cherokee: ᎤᏚᎩᎬᏗ; Chinese Mandarin: 熱心/热心, 熱情/热情, 激情, 熱忱/热忱; Cornish: diwysykter; Czech: horlivost; Dutch: [[ijver]], [[geestdrift]]; Esperanto: fervoro; Finnish: into, intohimo, kiihko; French: [[zèle]], [[assiduité]]; Georgian: გულმოდგინება, სიბეჯითე, თავგამოდება; German: [[Eifer]], [[Begeisterung]]; Gothic: 𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: [[ζήλος]]; Ancient Greek: [[γνώμα]], [[γνώμη]], [[ἐκτένεια]], [[ἔριδα]], [[ἔρις]], [[ζᾶλος]], [[ζῆλος]], [[ζήλωσις]], [[οἶστρος]], [[ὄπις]], [[προαίρεσις]], [[προθυμία]], [[προθυμίη]], [[σπουδασμός]], [[σπουδή]], [[τὸ πρόθυμον]]; Hungarian: buzgóság, buzgalom, lelkesedés, hév, hevület; Ido: zelo; Interlingua: zelo; Irish: díograis; Italian: [[zelo]]; Japanese: 熱情, 情熱, 熱意, 意気込み, 気勢; Korean: 열정(熱情); Latin: [[studium]], [[zelus]], [[ardor]], [[fervor]], [[alacritas]]; Macedonian: ревност; Norwegian Bokmål: engasjement, iver; Persian: غِیرَت‎, تَعَصُّب‎; Plautdietsch: Iewa; Polish: zapał inan, gorliwość; Portuguese: [[zelo]]; Romanian: zel, ardoare, râvnă, sârguință; Russian: [[рвение]], [[усердие]], [[старание]], [[запал]]; Sanskrit: उत्साह; Scottish Gaelic: eud; Slovak: horlivosť; Spanish: [[ahínco]], [[fervor]], [[celo]], [[entusiasmo]], [[denuedo]]; Swedish: iver, nit, nitälskan; Tajik: ғайрат; Tocharian B: spelkke; Turkish: hırs, şevk, heves; Ukrainian: запопадливість, запал, завзяття, завзятість; Uzbek: gʻayrat; Welsh: sêl, selogrwydd
}}
}}